«Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνη καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ὧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».
«Αυτός που περιόρισε την απέραντη θάλασσα, παρουσιάζεται τώρα νεκρός. Αυτός ο Αθάνατος αφού τυλίχθηκε με σεντόνι κι αλείφθηκε με μύρα, τοποθετήθηκε σε μνήμα σαν θνητός. Και κάποιες γυναίκες ήλθαν να τον αλείψουν με αρώματα, κλαίγοντας πικρά και φωνάζοντας: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός, σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί».
«Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῶ φόβω συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεώχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. Ἅδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ὧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».
«Αυτός που συγκρατεί τα σύμπαντα υψώθηκε πάνω στο Σταυρό, και όλη η κτίση θρηνεί καθώς τον βλέπει να κρέμεται γυμνός πάνω στο ξύλο. Ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, και τα άστρα έχασαν το φως τους. Η γη σείστηκε γεμάτη φόβο, η θάλασσα αποσύρθηκε και οι πέτρες έσπαζαν. Πολλοί τάφοι άνοιξαν και αναστήθηκαν σώματα αγίων ανδρών. Ο άδης κάτω (στο βασίλειό του) στενάζει και οι Ιουδαίοι σκέπτονται να διαδώσουν συκοφαντίες ότι είναι ψέμα η ανάσταση του Χριστού, οι γυναίκες δε επιμένουν να φωνάζουν: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός σε τρεις μέρες θα αναστηθεί».
«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελῶν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρά, εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῶ κηδεύσας ἀπέθετο». «Ο ευγενής (επίσημος) Ιωσήφ, αφού κατέβασε απ’ το ξύλο του Σταυρού το αμόλυντο Σώμα Σου κι αφού το τύλιξε με καθαρό σεντόνι και το άλειψε με αρώματα το κήδευσε και το τοποθέτησε σε καινούργιο μνήμα». |
«Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας, τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος, ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεώτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοί».
«Όταν κατέβηκες στο βασίλειο του θανάτου, Εσύ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον άδη με τη λάμψη της Θεότητάς Σου. Όταν δε ανέστησες από τα βάθη της γης τους πεθαμένους, τότε όλες οι ουράνιες Αγγελικές Δυνάμεις εφώναζαν: Δόξα σ’ Εσένα Χριστέ, ο Θεός μας, που δίνεις τη ζωή».
«Ταὶς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα. Τὰ μύρα τοὶς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστὸς δὲ διαφθορὰς ἐδείχθη ἀλλότριος».
«Ο άγγελος, που είχε σταθεί κοντά στο μνήμα φώναξε στις μυροφόρες γυναίκες: Τα αρώματα ταιριάζουν στους θνητούς. Ο Χριστός όμως αποδείχτηκε τελείως ξένος προς τη φθορά (που υφίστανται οι θνητοί)».
Αναδημοσίευση από: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου