Η οδός της ζωής
«Κύριε, ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης»
Η συναίσθηση της αναξιότητας του εκατόνταρχου και κατ’ επέκταση η ταπείνωσή του, είναι στοιχείο από το οποίο θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε ένα ισχυρό μήνυμα για την πορεία που ακολουθούμε στη ζωή μας. «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχθώ στο σπίτι μου, πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου». Συγκλονίζουν πράγματι τα λόγια αυτά γιατί σηματοδοτούν μια στάση, την οποία δύσκολα ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο σημερινός, υιοθετεί. Είναι η περίπτωση που αποτολμά με ένα ιερό «θράσος», να γκρεμίσει τα οχυρά που συνήθως ανεγείρει, τα οποία αφήνουν τον εαυτό του σε μια παγερή απόσταση από το Θεό και το συνάνθρωπο. Είναι η περίπτωση που αποκτά συναίσθηση της δικής του αδυναμίας και κάνει τη μεγάλη κίνηση: να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, τον οποίο πλησιάζει με πίστη και ελπίδα.
Μια τραγικότητα που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος είναι ότι πολλές φορές ακολουθεί το δικό του εγωιστικό δρόμο, εκείνο της αυτοθεοποίησης, και απομακρύνεται από την αγάπη του Θεού τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να επιτύχει στη ζωή του. Επιχειρεί με τις δικές του και μόνο δυνάμεις να κάνει ακόμα και “θαύματα”, αλλά εκείνο που συνεχώς δοκιμάζει είναι την απογοήτευση και την αγωνία. Και αυτό γιατί αρνείται την παρουσία του Κυρίου στη ζωή του, ο Οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας προσφέρει θεραπεία σε κάθε μας ασθένεια και βοήθεια σε κάθε μας περίσταση.
Η περίπτωση του εκατόνταρχου
Όταν ο Χριστός μπήκε στην Καπερναούμ, ο εκατόνταρχος τον πλησίασε και τον παρακάλεσε για ένα δούλο του. Τον παρακάλεσε συγκεκριμένα να θεραπεύσει τον παράλυτο δούλο του. Η καρδιά του ρωμαίου στρατιωτικού δεν αντέχει να το βλέπει να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου.
Σε μια εποχή που οι ρωμαίοι, θεωρούσαν τους δούλους, περίπου σαν αντικείμενα, ο εκατόνταρχος παρά τη θέση και το αξίωμα του, θεωρεί το δούλο του σπιτιού του σαν δικό του παιδί. Ταπεινώνεται μπροστά στο Χριστό και ζητά το έλεος του. Παρακαλεί να τον θεραπεύσει και ο Κύριος ανταποκρίνεται αμέσως.
Ο εκατόνταρχος μπροστά στην προθυμία του Χριστού να έλθει στο σπίτι του για να θεραπεύσει τον άρρωστο δούλο του, αισθάνεται τη δική του αναξιότητα και ομολογεί: «Κύριε, ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης».
Συνεχίζοντας, εκφράζει δημόσια την πίστη του στην Θεότητα του Χριστού, λέγοντας: «Μόνον ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου». Σαν Θεός που είσαι πες ένα λόγο. Αυτός και μόνον αρκεί για να θεραπευθεί ο δούλος μου.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστη και η ταπείνωση του εκατόνταρχου, αλλά και η μεγάλη πίστη που επέδειξε. Ένας πολύ αρμονικός συνδυασμός αρετών που ανεβάζει τον άνθρωπο πολύ ψηλά και τον καταξιώνει σαν εικόνα του Θεού στην πιο αυθεντική της μορφή.
Αγαπητοί αδελφοί, ιδιαίτερα στην εποχή μας σήμερα που μαστίζεται από τόσα πάθη και ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια, αλλά πολλές φορές και η απιστία εμφωλεύουν στις καρδιές των ανθρώπων, ο εκατόνταρχος της διήγησής μας έρχεται να φωτίσει ένα άλλο δρόμο ζωής. Εκείνο που περνά μέσα από τη συναίσθηση της αναξιότητάς μας και οδηγεί στην ταπείνωση για να επιζητούμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Είναι ένας δρόμος μέσα από τον οποίο προβάλλεται η πίστη, η οποία εκφράζεται ως απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, ο οποίος είναι η μόνη ελπίδα και σωτηρία μας.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
*********************************************************
Ο Απόστολος της Κυριακή Δ´ Ματθαίου
(Ρωμ. στ´ 18-23)
Αδελφοί, ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. ᾿Ανθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ῞Ωσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. ῞Οτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὸν ζυγό τῆς ἁμαρτίας κι ὑπηρετεῖτε τὸ καλὸ καὶ τὸ δίκαιο. Χρησιμοποιῶ τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς δουλείας, γιατὶ δὲν μπορεῖτε ἀλλιώτικα νὰ μὲ καταλάβετε. Παλιότερα εἴχατε ὑποδουλώσει ὅλο τὸ εἶναι σας σὲ πάθη καὶ πράξεις ἀντίθετες στὸ θεϊκὸ θέλημα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖτε ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑποδουλώσετε ὅλο τὸ εἶναι σας στὸ θεϊκὸ θέλημα, γιὰ νὰ βρεθεῖτε κοντὰ στὸν Θεό. Μὴν ξεχνᾶτε πώς, ὅσον καιρὸ ἤσασταν ὑπόδουλοι στὴν ἁμαρτία, ἤσασταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ ἦταν τὸ κέρδος σας ἀπὸ τὴ διαγωγή σας ἐκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αὐτήν, γιατὶ ὁδηγοῦσε τελικὰ στὸν θάνατο. Τώρα ὅμως εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κι ἀνήκετε στὸν Θεό. Καρπὸς τῆς καινούριας ζωῆς σας εἶναι ἡ ἁγιοσύνη, καὶ τὸ τέλος τῆς πορείας σας εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Γιατὶ ὁ μισθὸς ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τὸ δῶρο ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία ἔφερε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Δ´ Ματθαίου
(Μτθ. η´ 5-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσελθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ᾿Εγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ῞Υπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Εκεῖνο τὸν καιρό, μόλις μπῆκε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναούμ, τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καὶ τὸν παρακαλοῦσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια· «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι, παράλυτος, καὶ ὑποφέρει φοβερά». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ λέει· «᾿Εγὼ θὰ ἔρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω». ῾Ο ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε· «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου· πὲς ὅμως μόνον ἕνα λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία, καὶ ἔχω στρατιῶτες στὴ διοίκησή μου· λέω στὸν ἕνα “πήγαινε” καὶ πηγαίνει, καὶ στὸν ἄλλο “ἔλα” καὶ ἔρχεται, καὶ στὸν δοῦλο μου “κάνε αὐτὸ” καὶ τὸ κάνει». ῞Οταν τὸν ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, θαύμασε καὶ εἶπε σ᾿ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στοὺς ᾿Ισραηλίτες δὲν βρῆκα. Καὶ σᾶς λέω πὼς θά ᾿ρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αβραάμ, τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν ᾿Ιακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους». ῞Υστερα εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο ὁ ᾿Ιησοῦς· «Πήγαινε, κι ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ πίστεψες». Καὶ γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τὴν ὥρα.
Αναδημοσίευση από: Εκκλησία της Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου