Τα νέα του Ιερού Ναού μας για τον Μάιο

1. Πασχαλινό Σαρανταλείτουργο
1 Μαίου –28 Μαίου στην Εκκλησία της Παναγίας Καθημερινά Εσπερινός 6:00μ.μ.- Θ. Λειτουργία 6:30π.μ.- 8:30π.μ., όταν δεν υπάρχουν εορτάζοντες η Θ. Λειτουργία θα τελείται 5:45π.μ.- 7:15π.μ. – Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποταθούν στο παγκάρι για να σημειώσουν τα ονόματα των δικών τους υπερ υγείας και υπέρ αναπαύσεως τα οποία θα μνημονεύονται καθημερινά.

2. Εξωκλήσι Μεγάλου Βασιλείου και Αγίας Αγάπης
Με ιδιαίτερη χαρά σας ενημερώνουμε ότι βρισκόμαστε στην φάση εικονογράφησης του τέμπλου στο εξωκλήσι των Αγίων Βασιλείου και Αγάπης Αγίας Νάπας. Όσοι επιθυμούν να γίνουν δωρητές για τις εικόνες του τέμπλου μπορούν να αποταθούν στον κ. Μάριο Πέροικο 99637877.

3. Κατά το μήνα Μάιο ο Εσπερινός αρχίζει στις 6:30μ.μ. Ο Όρθρος τις Κυριακές στις 6:30π.μ.-9:30π.μ. και τις καθημερινές 6:30π.μ.-8:30π.μ.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος

Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.

Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.

Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει - από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

Του ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ

Αναδημοσίεση από: Ορθοδοξία

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

06/05: Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα


Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θείᾳ,
Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ.

Βιογραφία
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

Η Μονή του Γεννεθλίου της Θεοτόκου όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρα στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από την Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα μετά από όραμα της Παναγίας.

Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστέγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 μ.Χ. λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.

Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσανε όλο το χωριό.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῇ χαμευνίᾳ πολλαῖς στερήσεσι, κακοπαθείαις νηστείαις, καὶ ἀγρυπνίαις Χριστῷ, εὐηρέστησας Σοφία παναοίδιμε, σὲ τῷ σοφίας ἀληθοῦς, ἀναδείξαντι φανόν, καὶ λύχνον λαμπρῶν χαρίτων, ὅθεν ὡς πρέσβειραν θείαν, Κλεισούρας σέμνωμα τιμῶμέν σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν ὑπὲρ φύσιν, ἐν Κλεισούρᾳ ἐνασκήσασαν, καὶ ὑπομείνασαν, τὸ ψῦχος ὥσπερ ἄσαρκος, παρ’ ἑστίαν καθημένην Μονῆς αὐλείῳ, βιοτῆς αὐτῆς τὰς νύκτας καὶ σχολάζουσαν, προσευχῇ Σοφίαν θείαν εὐφημήσωμεν, πόθω κράζοντες· Χαίροις πάνυ Ἀσκήτρια.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Τὴν διδάσκαλον, τῆς μετανοίας, καὶ κοσμήτορα, χριστοηθείας, ἀφανῶς τὴν ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκήσασαν, καὶ δαψιλῶς προσελκύσασαν Πνεύματος, τοῦ θείου χάριν εὐτάκτως ὑμνήσωμεν, πόθω κράζοντες· Σοφία θεομακάριστε, Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει πάντοτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες, σῇ ἀμέμπτῳ ἀσκήσει, ἐξέστησαν Σοφία θεόφρον, καὶ πιστῶν Μακεδόνων χοροί, σὺν Ποντίων δήμοις Μῆτερ θαυμάζοντες, ταπείνωσιν καὶ νῆψίν σου, ἐκραύγασαν ἐν κατανύξει·

Χαῖρε, διδάσκαλος μετανοίας·
χαῖρε, ὁ πρόβολος ἐγκρατείας.

Χαῖρε, τῆς Μονῆς Κλεισούρας ἡ ἔνοικος·
χαῖρε, παμφαὴς λαμπηδών, θείας χάριτος.

Χαῖρε, φάρος τῆς ἁπλότητος, καὶ ἀμέμπτου ἀγωγῆς·
χαῖρε, λύχνος ταπεινώσεως, καὶ εὐχῆς καρδιακῆς.

Χαῖρε, Θεοῦ σοφίας χρυσοστόλιστον σκεῦον·
χαῖρε, τῆς συμπαθείας τῆς Αὐτοῦ θεῖος τύπος.

Χαῖρε, κρηπὶς σαρκὸς κατατήξεως·
χαῖρε, πυξὶς Χριστοῦ ἀγαπήσεως.

Χαῖρε, ἐν γῇ ἡ οὐκ ἔχουσα κλίνην·
χαῖρε, πηγή, ἡ ἐκχέουσα χάριν.

Χαίροις, πάνυ Ἀσκήτρια.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἀρδάσσης σεπτὸς βλαστός, χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον καὶ εὐανθές, χαίροις τῆς Κλεισούρας, κιννάμωμον Σοφία, ἡ ἀκραιφνεῖ ἀσκήσει, κόσμον ἡδύνασα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σοφισθεῖσα, μῆτερ, πνευματικῶς, ὅλον σου τὸν βίον ἐν τελεία ὑπομονὴ διῆλθες, Σοφία, καὶ νὴν τού σου Νυμφίου τὸ κάλλος ἐποπτεύεις ἐν ταῖς παστάσιν αὐτοῦ.

Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

05/05: Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός


Βιογραφία
Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1384 μ.Χ. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία μαζί με τα άλλα αδέλφια του, τη δε φροντίδα τους, μετά τον Θεό, ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του. Σε ηλικία 14 ετών εισήλθε στην ακμάζουσα τότε Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου του όρους των Άμωμων (Καθαρών) της Αττικής.

Ο Άγιος Εφραίμ ακολούθησε με ένθεο ζήλο τον Χριστό, και διέπρεψε με την λαμπρότητα της ζωής του και τους πόνους της αθλήσεως του στο ορός των Άμωμων Αττικής (Περιοχή Νέας Μάκρης). Αξιώθηκε ακόμα να λάβει το μέγα Μυστήριο της Ιεροσύνης και το χάρισμα να υπηρετεί το άγιο θυσιαστήριο, σαν άγγελος Θεού, με φόβο Θεού και πολλή κατάνυξη.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, γιορτή της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού του 1425 μ.Χ., επιστρέφοντας από ένα ασκητήριό του στη Μονή την είδε τελείως κατεστραμμένη και χωρίς Πατέρες, (είχαν σφαγιασθεί από βαρβάρους Τούρκους), συνελήφθη και άρχισαν τα μαρτύρια του, πού τελείωσαν στις 5 Μαΐου 1426 μ.Χ. ήμερα Τρίτη και ώρα 9 το πρωί. Τον κρέμασαν ανάποδα σ' ένα δένδρο, που σώζεται ακόμα, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, και τέλος το καταπληγωμένο και μαρτυρικό σώμα του το διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Χριστό.

Η εύρεση των μαρτυρικών του λειψάνων, έγινε στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ.

Ο Άγιος Εφραίμ γιορτάζεται δύο φορές το χρόνο, στις 3 Ιανουαρίου η εύρεση των τιμίων λειψάνων του, και στις 5 Μαΐου το μαρτυρικό του τέλος.

Η μνήμη του Αγίου Εφραίμ τιμάται στις 5 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν όρει των Αμώμων ώσπερ ήλιος έλαμψας, και μαρτυρικώς, θεοφόρε, προς θεόν εξεδήμησας, βαρβάρων υποστάς επιδρομάς, Εφραίμ Μεγαλομάρτυς του Χριστού, δια τούτο αναβλύζεις χάριν αεί, τοις ευλαβώς βοώσι σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.

Ακούστε το απολυτίκιο του Αγίου Εφραίμ:

Αναδημοσίευση από: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

04/05: Αγία Πελαγία

Στις 4ης Μαΐου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της μάρτυρος Πελαγίας, του οσίου Ιλαρίου του θαυματουργού και του οσίου Αθανασίου Κορίνθου.

Η μάρτυρας Πελαγία κατοικούσε στη Ρώμη, αλλά η καταγωγή της ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας, η οποία είδε σε όραμα άγγελο να την καλεί να βαπτισθεί. Την επόμενη ημέρα η Πελαγία βρήκε αιτιολογικό προς την τροφό της και επισκέφθηκε τον Επίσκοπο Ρώμης και ζήτησε να γνωρίσει την Χριστιανική διδασκαλία και να βαπτισθεί στο όνομα της αγίας Τριάδας διηγούμενη το όραμα.

Μετά το βάπτισμα την περιέλουσε μεγάλη χαρά και θεϊκή ειρήνη. Βοήθησε στο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της επισκοπής Ρώμης. Όταν έμαθε όλα τα συμβάντα η τροφός της αντί να χαρεί, εξεμάνη με αποτέλεσμα να την διώξει. Αποφάσισε η αγία να πάει στη μητέρα της νομιζόμενη ότι εκείνη θα την καταλάβει. Όμως κι εκείνη μόλις έμαθε για την είσοδό της στην Εκκλησία και την απόρριψη της ειδωλολατρίας αναστατώθηκε και με δάκρυα την καλούσε να επιστρέψει στην πατρώα πίστη των ειδώλων.

Η αγία Πελαγία λυπήθηκε για την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά παρέμεινε σταθερή μαθήτρια του αναστημένου Ιησού. Όταν τα έμαθε και ο γιός του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν αρραβωνιαστικός της Πελαγίας λυπήθηκε μέχρι θανάτου.

Δεν άργησε να μάθει τα νέα ο αυτοκράτορας και το λόγο του θανάτου του γιού του. Τότε κάλεσε την Πελαγία και ζήτησε εξηγήσεις. Τότε αποφάσισε και τη δική της θανάτωση. Αμέσως, διέταξε και την έβαλαν σε χάλκινο πυρακτωμένο βόδι όπου παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο Ιησού Χριστό.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. 
Θείας πίστεως.Θείας πίστεως, τῇ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε· οὗ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Αναδημοσίευση από: Εκκλησία της Κύπρου

Κυριακή των Μυροφόρων, Mάρκ. ιε΄ 43-47, ιστ΄ 1-8 - Πράξ. στ΄ 1-7


Μαρτυρία Αναστάσεως

«Ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν»

Σε αναστάσιμες τροχιές κινούνται σήμερα, την Κυριακή των Μυροφόρων, το περιεχόμενο της ευαγγελικής διήγησης αλλά και της υμνολογίας της Εκκλησίας μας.

Προβάλλονται συγκεκριμένα τα πρόσωπα εκείνα που συνδέονται με μια μαρτυρία ζωής για τη Σταυρική Θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου. Έχουμε πρώτα τις μορφές του ευσχήμονα βουλευτή Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και του Νικόδημου, ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού. Έπειτα, τρεις άγιες γυναικείες παρουσίες, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου, του Ιωάννου και του Ιακώβου, συνθέτουν μια ισχυρή μαρτυρία, με άρωμα σαφώς αναστάσιμο.

Όλες αυτές οι μορφές που παρελαύνουν μέσα από τη διήγηση της σημερινής ευαγγελικής περικοπής υπήρξαν όντως αυθεντικοί μάρτυρες, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος της Ταφής και οι Μυροφόρες της Αναστάσεως. Για τις τελευταίες, ο ιερός συναξαριστής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η του Θεού Εκκλησία ταύτας παρέλαβεν εορτάζειν: α) ως ιδούσας πρώτας Χριστόν εκ νεκρών, β) τοις πάσι καταγγειλάσας το σωτήριον κήρυγμα και γ) την κατά Χριστόν πολιτείαν μετελθούσαν αρίστως και μαθητευθείσαις Χριστώ».

Άνοιγμα καρδιάς
Ας δούμε ειδικότερα την περίπτωση των Μυροφόρων γυναικών, από την οποία αντλούμε βαθύτατες αλήθειες. Οι Μυροφόρες άφησαν την καρδιά τους να πυρποληθεί από την αγάπη του Διδασκάλου. Αυτό ακριβώς το άνοιγμα της καρδιάς, τούς έδινε τη βεβαιότητα και τις στερέωνε στην πίστη ότι Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. Γι΄ αυτό και δεν έχουν αναστολές να σπεύσουν στο μνημείο, παρά τις όποιες δυσκολίες και τα εμπόδια που παρεμβάλλονται.

Επιθυμία που τις φλέγει είναι να δείξουν έμπρακτα την αγάπη που καταυγάζει όλη την ύπαρξη τους. Έτσι, «διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν». Όταν αγαπάς ένα πρόσωπο σημαίνει ότι δίνεσαι σ’ αυτό ολοκληρωτικά. Ιδιαίτερα, η παράδοση του ανθρώπου στην αγάπη του Χριστού, συνιστά ταυτόχρονα και υπερύψωσή του. Σ΄ αυτήν ακριβώς την προοπτική του μεγαλείου της θείας ανάβασης, οι όποιες αδυναμίες εμφωλεύουν μέσα στον άνθρωπο, μεταποιούνται και αναδεικνύονται σε μια ανυπέρβλητη δύναμη που τον απογειώνουν σε δυσθεώρητα πνευματικά ύψη.

Βέβαια, οι Μυροφόρες γυναίκες δεν ήταν εκτός πραγματικότητας. Είχαν την αίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας: «Τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;». Στη βάση της ψυχρής λογικής, στην οποία πολλές φορές παραδίδεται ο άνθρωπος, αυτό φάνταζε να είναι αδύνατο. Η δύναμη όμως της αγάπης με την οποία διακατέχονταν οι γυναικείες εκείνες μορφές για το Πρόσωπο του Κυρίου, παρακάμπτει τα οποιαδήποτε εμπόδια που υψώνονται και τις σπρώχνει να προσπεράσουν τους όποιους ανθρώπινους συλλογισμούς που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στον ιερό τους πόθο. Με αυτό τον τρόπο οι Μυροφόρες γυναίκες άφησαν τον εαυτό τους να εισέλθει στο χώρο της θείας θαυματουργίας και να καταστούν οι πρώτοι αυθεντικοί μάρτυρες του γεγονότος της Ανάστασης.

Δυστυχώς, από το σημερινό άνθρωπο παρατηρούμε ότι πολλές φορές απουσιάζει η θεία τόλμη, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα της αγάπης προς τον Κύριο. Απουσιάζει αυτό το δυναμικό στοιχείο που τον καταξιώνει σε άλλα επίπεδα ζωής. Αυτό συμβαίνει γιατί κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. Είναι ακριβώς εδώ που οι Μυροφόρες μας δείχνουν τον τρόπο της υπέρβασης, την οποία θα πρέπει επιτέλους ν΄ αποτολμήσουμε στη ζωή μας. Αυτός λοιπόν ο τρόπος, παραπέμπει στο άνοιγμα του εαυτού μας. Ένα άνοιγμα που θα μας αιχμαλωτίσει στην αγάπη του Χριστού, ώστε να καταστούμε αληθινά ελεύθερες υπάρξεις, στολισμένες με όλα εκείνα τα χαρίσματα που μας αναδεικνύουν εικόνες του Θεού.

Η χαρά των Μυροφόρων
Οι Μυροφόρες γυναίκες, ως μάρτυρες της Ανάστασης, δοκίμασαν στην καρδιά τους ανεκλάλητη χαρά. Δοκίμασαν όμως ταυτόχρονα και «τρόμο και έκσταση». Τις Μυροφόρες πλημμυρίζει το αίσθημα της χαράς γιατί όχι μόνο ξαναβλέπουν τον Κύριο τους, αλλά διότι το μεγάλο γεγονός της Ανάστασης εκπέμπει το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα προς τον κόσμο: ότι δηλαδή ο θάνατος καταργήθηκε.

Απορροφήθηκε το θανατηφόρο κεντρί του από τον Αρχηγό της Ζωής, ο οποίος άνοιξε πια την προοπτική της αιωνιότητας, στην οποία εμβάλλει το δημιούργημά Του.

Η χαρά βέβαια των Μυροφόρων είναι ανάμικτη και μ΄ ένα τρόμο, ο οποίος όμως αποπνέει θεία ευωδία. Προέρχεται από την αίσθηση ότι η Ανάσταση του Χριστού χαρίζει μια καινούργια ζωή πέρα από τα όρια της επίγειας ύπαρξής μας. Είναι το επίπεδο της ζωής του Θεού. Εδώ είναι ακριβώς που ανυψώνεται ο άνθρωπος, γι΄ αυτό και ο Αναστάς Κύριος φανερώνεται «εν ετέρα μορφή».

Αγαπητοί αδελφοί, επιβάλλεται όπως ο άνθρωπος ξεπεράσει τις συνθήκες της παρούσας ζωής και αφήσει τον εαυτό του να υποστεί την καλή αλλοίωση - για την οποία τόσο όμορφα κάνει λόγο η πατερική σκέψη - με το φως και τη δύναμη της Ανάστασης. Αυτή την προοπτική ανοίγουν μπροστά μας οι Μυροφόρες γυναίκες. Με αυτό το αισιόδοξο αναστάσιμο μήνυμα, βοηθά η Εκκλησία μας το σημερινό φοβισμένο και απελπισμένο άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό του. Αυτό γίνεται από τη στιγμή που αποφασίζει ελεύθερα να παραδώσει την ύπαρξή του στην αγάπη του Αναστάντος Κυρίου. Το παράδειγμά τους μας αφήνουν ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος και οι Μυροφόρες γυναίκες που αξιώθηκαν να είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

03/05: Οι Άγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα


Ανάμεσα στους χιλιάδες των αγίων που τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας, εξέχουσα θέση έχει το αγιώτατο ζεύγος των μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, οι οποίοι κατάγονταν από τη Θηβαΐδα της Αιγύπτου. Ο Άγιος Τιμόθεος είχε γονείς ευσεβείς και ενάρετους, που από μικρό παιδί τον γαλούχησαν με τα νάματα της πίστεως στον αληθινό Θεό. Όταν ήλθε στην κατάλληλη ηλικία, πήρε για σύζυγό του την Μαύρα, κόρη ευσεβών γονέων ωραιότατη στην εμφάνιση, με σωφροσύνη και καλοσύνη, αλλά κυρίως με μεγάλη πίστη και αγάπη στο Θεό. Ο Αρχιερέας της Θηβαΐδος, βλέποντας τη θαυμαστή ζωή του Αγίου, τον διάλεξε και τον τίμησε με το αξίωμα των κληρικών.

Με περισσό ζήλο,ο Άγιος Τιμόθεος δίδασκε και εμψύχωνε τον λαό του Θεού, αλλά και έφερνε στην αληθινή πίστη τους ειδωλολάτρες. Δεν πέρασαν 20 μέρες από τον γάμο των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και ο ηγεμόνας Αρριανός συνέλαβε τους Αγίους και τους πρό-σταξε να φέρουν μπροστά του όλα τα Ιερά βιβλία με σκοπό να τα κάψει. Ο Άγιος Τιμόθεος αρνήθηκε να του τα δώσει και τότε άρχισαν τα φρικτά του βασανιστήρια. Του τρύπησαν με πυρακτωμένα σίδερα τα αυτιά και μετά τον δέσανε στον φρικτό τροχό, που τα καρφιά που είχε, ξέσκιζαν τις σάρκες του μάρτυρα, αλλά ο Τιμόθεος παρέμενε καρτερικός σε όλα αυτά και δεν αρνιόταν την πίστη του. Ώσπου, με θαυμαστή επέμβαση ο τροχός σταμάτησε, ελευθερώθηκε ο Τιμόθεος από τα δεσμά του και μπροστά στα μάτια όλων, όλες οι πληγές του θεραπεύτηκαν.

Μπροστά σε αυτό το θέαμα πολλοί από αυτούς που παρακολουθού-σαν τα φρικτά μαρτύριά του πίστεψαν στον Θεό και ζητούσαν να γίνουν αμέσως χριστιανοί. Αλλά ο ηγεμόνας Αρριανός όχι μόνον δεν μεταμελήθηκε, αλλά διέταξε να δέσουν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό του μάρτυρα και να τον τριγυρίζουν σε όλη την πόλη και κατόπιν να τον κρεμάσουν από ένα δέντρο.

Βλέποντας ότι ο Άγιος τα υπέμενε όλα με καρτερία, τον έκλεισε στη φυλακή κι έβαλε στον στόχο να μεταπείσει την Αγία Μαύρα. Εκείνη όμως αρνήθηκε να υποκύψει στις απειλές του κι ομολογούσε μόνον την αγάπη της στον Χριστό. Ο ηγεμόνας ακούγοντας την ομολογία της άναψε από θυμό κι αμέσως διέταξε να κόψουν τα πλούσια μαλ-λιά της και όλα της τα δάκτυλα. Και η Αγία Μαύρα, αντί να κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους, προσευχόταν στο Χριστό και Τον ευχαριστούσε για τα μαρτύρια που την αξίωσε να περάσει για χάρη Του. Βλέποντας την ανδρεία της ψυχή, ο τύρρανος πρόσταξε να γε-μίσουν ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό και να ρίξουν γυμνή την Αγία σ' αυτό για να καεί. Ο Θεός όμως δρόσισε το νερό κι έτσι η Αγία παρέμεινε αβλαβης.

Ο Αρριανός, πιστεύοντας ότι οι δήμιοι δεν έβρασαν το νερό όπως τους είχε πει, διέταξε την Αγία Μαύρα να του ρίξει νερό στα χέρια από το καζάνι πού βρισκόταν η ίδια, αλλά τα χέρια του ζεματίστηκαν κι εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους και τα εγκαύματα. Καταλαβαί-νοντας ο ηγεμόνας ότι είχε γελοιοποιηθεί αρκετά, διέταξε τους δήμι-ους να κατασκευάσουν δύο σταυρούς, έναν για τον Τιμόθεο κι έναν για την Μαύρα και να τους στήσουν στο πιο κεντρικό σημείο της πό-λης. Οι δύο νέοι, όταν άκουσαν ότι θα θανατωθούν δια του σταυρού, χάρηκαν κι ευχαριστούσαν τον θεό διότι τους αξίωσε να μαρτυρή-σουν με τον ίδιο τρόπο που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Πήραν τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί οι Άγιοι αγκάλιαζαν ο καθένας τον σταυρό του, τον φιλούσε και τον εγκωμίαζε. Κατόπιν, με λαχτάρα, ξάπλωσαν ο καθένας στον δικό του σταυρό και οι δήμιοι τους σταύρωσαν.

Έμειναν πάνω στο σταυρό εννέα μέρες. Και οι δύο εμψύχωναν ο ένας τον άλλον, προσεύχονταν και χαίρονταν, έχοντας τον νου τους στραμμένο στον Ουρανό. Ακόμη και πάνω στο σταυρό, ο διάβολος προσπαθούσε να τους ξεγελάσει με οπτασίες, αλλά ο Χριστός έστει-λε άγγελο δίπλα τους που τους ενεθάρρυνε και τους έδειξε αυτά που τους περίμεναν κοντά στη δόξα του Θεού. Έτσι, γεμάτοι χαρά κι α-γαλλίαση, παρέδωσαν στον Χριστό κι αγαπημένο τους Νυμφίο, οι μακάριοι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα την ψυχή τους.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

02/05: Μνήμη της Αγίας Ματρώνας της Ρωσίδας της τυφλής (1881-1952)

Η Αγία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881 στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας από γονείς ευλαβείς, χωρικούς, φτωχούς. Ήταν το τέταρτο παιδί τους και από θαυματουργική επέμβαση οι γονείς της την κράτησαν και δεν την έδωσαν σε ορφανοτροφείο όταν αυτή γεννήθηκε.

Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει και η αγία, η οποία γεννήθηκε αόμματη (χωρίς δηλαδή οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες) έδειξε από νωρίς την θεία της εκλογή.

Αγωνιζόταν από μικρή στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε και το διορατικό-προορατικό αλλά και το θεραυπευτικό της χάρισμα. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις και πράξεις των ανθρώπων. Ένοιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές. Με τις ευχές της, η ευλογία του Θεού, θεράπευε πλήθος αρρώστων που συνέρρεαν από την ευρύτερη περιοχή.

Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής.

Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κροστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θ. Λειτουργία παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα λέγοντας:

"Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!" προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την Εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό.

Λίγα χρόνια αργότερα η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια.Παρέμεινε έτσι, καθιστή έως το τέλος της οσιακής ζωής της.

Με την κομμουνιστική επανάσταση, το 1925, μετακόμισε στη Μόσχα όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της, περιπλανόμενη από σπίτι σε σπίτι, κατατρεγμένη, βοηθώντας πλήθη βασανισμένων ψυχών, με ψυχικές και σωματικές ασθένειες, τους οποίους έσωσε με την προσευχή και καθοδήγησε στη σωτηρία. Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν, έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές.

Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες, ήταν ολιγόλογη, λακωνική.

Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σημείο του Σταυρού, θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους.

Η Αγία δίδασκε όχι με τα λόγια αλλά με τον βίο της.

Η αρετή της συνίστατο στην μεγάλη της υπομονή και καρτερία και την απόλυτη αγάπη της και εμπιστοσύνη στο Θεό.

Αυτή ήταν η Αγία Ματρώνα η αόμματος. Τρεις ημέρες πριν την κοίμησή της ο Κύριος της απεκάλυψε την τελείωσή της, ώστε εκείνη να προετοιμαστεί.

Προείπε και τα εξής :
"όταν πεθάνω, στον τάφο μου θα έρχονται λίγοι, μόνο οι οικείοι μου, και όταν θα πεθάνουν και εκείνοι θα ερημώσει ο τάφος μου, σπάνια θα έρχεται κανείς. Μα μετά από χρόνια ο κόσμος θα με γνωρίσει και θα έρχονται σαν κοπάδια για να βοηθηθούν. Και εγώ θα τους ακούω και όλους θα τους βοηθώ."


Είπε ακόμη :

" όλους που ζητάνε βοήθεια από μένα θα τους συναντώ μετά τον θάνατό τους".

Έτσι και γίνεται. Κοιμήθηκε στις 2 Μαΐου 1952 και έκτοτε χιλιάδες πιστούς ορθοδόξους από όλο τον κόσμο έχει η Αγία βοηθήσει και πολλοί είναι εκείνοι που επικαλούνται την παρρησία της στον Κύριο.

Στις 8 Μαρτίου 1998 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων της που μεταφέρθηκαν στην Ι. Μονή της Αγίας Σκέπης στη Μόσχα, όπου χιλιάδες προσκυνητές περιμένουν υπομονετικά καθημερινά για να τα προσκυνήσουν.

***********************

Στις 2 Μαΐου, επίσης η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Αθανασίου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και των μαρτύρων Εσπέρου, Ζωής και των τέκνων τους.

Η οικογένεια των μαρτύρων Εσπέρου και Ζωής και των παιδιών τους Κυριανού και Θεοδόλου ήσαν δούλοι και έζησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Αποφάσισαν να δηλώσουν στον κύριό τους ότι πιστεύουν στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο οποίος δια του θανάτου Του θανάτωσε τον θάνατον και ανέστη τριήμερος. Τότε ο αφέντης τους προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τους φέρει σε δίλημμα δημιουργώντας τους πολλές δυσκολίες ένεκα της ομολογίας τους ότι είναι χριστιανοί.

Ακολούθως, βλέποντας την σταθερότητα και των γονέων και των παιδιών, αποφάσισε να βασανίζει την μητέρα και τα παιδιά με σιδερένια νύχια. Στο τέλος, άναψαν φούρνο και τους τοποθέτησαν μέσα. Όταν άνοιξαν το φούρνο αντί να τους βρουν καμένους, ήσαν κοιμώμενοι ζωντανοί χωρίς να έχουν καεί.

Τους κράτησε τόσο τους γονείς όσο και τα παιδιά τους, η δύναμη της πίστεως και της αγάπης στον Λυτρωτή Ιησού Χριστό.

Ευλογημένοι οι γονείς που αγωνίζονται να ζήσουν το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα και στη ζωή τους και στην οικογένειά τους. Ευτυχισμένα τα παιδιά που υπακούουν, σέβονται και αγαπούν τους γονείς τους. Τρισευτυχισμένες οι οικογένειες που έχουν θεμέλιο τον Αναστημένο Ιησού Χριστό.

Αναδημοσίευση από: Εκκλησία της Κύπρου