Αποστολικό Ανάγνωσμα Κορ Α’. 9:2-12
Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, η σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω. Η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστι. Μή ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν και πιείν; Μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς; Ή μόνος εγώ και Βαρβάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι; Τις στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; Τις φυτεύει αμπελώνα και εκ του καρπού αυτού ουκ εσθίει; Ή τις ποιμαίνει ποίμνην και εκ του γάλακτος της ποίμνης ουκ εσθίει; Μη κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; Ή ουχί και ο νόμος ταύτα λέγει; Εν γαρ τω Μωϋσέως νόμω γέγραπται˙ «Ου φιμώσεις βούν αλοώντα». Μη των βοών μέλει τω Θεώ; ή δι’ ημάς πάντως λέγει; δι’ ημάς γαρ εγράφη, ότι επ’ ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι. Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν; Ει άλλοι της εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; Αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού.
Νεοελληνική Απόδοση
Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας είμαι˙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώ πως απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου είναι η εξής: Δεν έχω τάχα δικαίωμα να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δε έχω δικαίωμα να έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως οικονόμο, όπως κάνουν και οι άλλοι απόστολοι και τα αεδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά πρέπει να ζούμε με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα; ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λεει τα ίδια; Πράγματι, στο Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; Ή μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’ εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Γιατί πρέπει αυτός που οργώνει κι αυτός που αλωνίζει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη συγκομιδή. Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματική σπορά˙ σας φαίνεται πάρα πολύ αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση μας; Αν άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντι σας, δε θα ταίριαζε να το κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού.
Σχολιασμός
Το αποστολικό ανάγνωσμα, της σημερινής ημέρας είναι περικοπή από τη πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή είναι γραμμένη σε πολύ προσωπικό ύφος, ο Απόστολος παραπονείται και υπερασπίζει τον εαυτό του και το έργο του. Κεντρικό σημείο πάντα στη σκέψη του αποστόλου Παύλου είναι η Εκκλησία και το αποστολικό αξίωμα. Έχει βαθειά συνείδηση για τα δύο αυτά πράγματα ο Απόστολος, στα οποία είναι όλο το έργο του Χριστού και της σωτηρίας των ανθρώπων. Η Εκκλησία και οι Απόστολοι, η Ανάσταση και η Πεντηκοστή, ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. Γι᾽ αυτό μας μιλάει σήμερα, για το έργο και τη θέση των αποστόλων στον κόσμο. Για ένα έργο πολύ μεγάλο. Τι παραπάνω απ᾽ το να είσαι συνεργάτης του Θεού στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων; Και για μια θέση πολύ δύσκολη. Ποιός αντέχει σ᾽ όλες αυτές τις δυσκολίες και ποιός νικάει όλα αυτά τα εμπόδια;
Από τη μια πλευρά, ο Απόστολος, μας λέει για τη στάση και τη συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους αποστόλους, και από την άλλη για τη στάση και τη συμπεριφορά των αποστόλων απέναντι στον κόσμο. Θλίβονται, κοπιάζουν, περιφρονούνται, συκοφαντούνται οι απόστολοι από τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά τα αντιμετωπίζουν με συνείδηση χρέους, με συναίσθηση ευθύνης, με πνεύμα αυταπάρνησης και θυσίας, με μακροθυμία και υπομονή, με ειλικρινή αγάπη, με πίστη στο Χριστό και την Ανάσταση. Αυτές είναι οι εσωτερικές δυνάμεις των αποστόλων του Χριστού και των ποιμένων της Εκκλησίας. Κι αυτές πάλι δεν είναι ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, όταν η ανθρώπινη προαίρεση το επιτρέπει να καρποφορήσει.
Ακούγοντας το αποστολικό κείμενο ξαναθυμόμαστε τις αφορμές που είχε ο απόστολος Παύλος για να γράψει έτσι στους χριστιανούς της Κορίνθου. Κοπίασε να ιδρύσει την Εκκλησία της Κορίνθου, χρειαζόταν όμως πολύ φροντίδα ακόμη για να οργανωθεί η τοπική αυτή Εκκλησία. Οι Κορίνθιοι μη μπορώντας να αποβάλλουν συνήθειες της προηγούμενης ζωής τους και ιδιαίτερα την κακή παράδοση να είναι χωρισμένοι σε φατρίες, έφθασαν στο σημείο μερικοί να μην αναγνωρίζουν τον Παύλο σαν απόστολο του Χριστού. Κι εκείνος ως αληθινός συνεργάτης του Θεού, για να στηρίξει την αποστολή και τη θέση του παρακαλεί και απολογείται. Προσπαθεί να δώσει στους ανθρώπους να καταλάβουν ποιό είναι το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, ποιό είναι το έργο των αληθινών αποστόλων και ποιά είναι η θέση τους στον κόσμο, η θέση και των αποστόλων και των ποιμένων της Εκκλησίας αλλά και όλων των χριστιανών, με αυτό το πνεύμα να συνεχίσουν και να αναζωπυρώσουν την πίστη και την ελπίδα στο Χριστό «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α Θεσ. 5:19).
Κι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι παρασύρονταν και θαύμαζαν ο,τι έβλεπαν στην επιφάνεια, ο,τι έλαμπε, χωρίς να μπορούν να δουν την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων. Και τότε υπήρχαν αυτοί που καπηλεύονταν κάθε ιερό και όσιο, τις ελπίδες και της προσδοκίες των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και όλα τα ιδανικά. Οι αληθινοί απόστολοι και ποιμένες του λαού βρίσκονται σε δύσκολη θέση, δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα του κόσμου. Τότε οπλίζονται με πολλή πίστη και υπομονή και παρακαλούν. Το “παρακαλούμε” των αποστόλων είναι πολύ πιο δυνατό από οποιαδήποτε διαταγή και απ᾽ όλους τους εξαναγκασμούς. Οι απόστολοι δεν χρειάζονται μέσα και τρόπους του κόσμου, είναι συνεργάτες του Θεού. Δεν θέλουν να επιβληθούν, θέλουν την ελεύθερη συγκατάθεση των ανθρώπων, γι᾽ αυτό και παρακαλούν.
Παρακαλούν λοιπόν οι απόστολοι και απολογούνται. Και η περικοπή αυτή είναι όλη μία απολογία του αποστόλου Παύλου. Με τον όρο απολογία εδώ εννοείται η εξήγηση, εξηγείται σε αυτούς που τον αμφισβητούν και τον κρίνουν ως Απόστολο. «Σε τίποτε καμμιά αφορμή δεν δίνουμε, για να μην κατηγορηθεί η Εκκλησία και το έργο της», λέει ο άγιος Απόστολος. Η πρώτη απόδειξη είναι ότι, όπως και οι άλλοι απόστολοι, έτσι και ο ίδιος είδε τον Χριστό Αναστάντα: «Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα;» (κορ. Α΄ 9:1). Ο Παύλος αναφέρεται στο συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό, ένα γεγονός το οποίο στη συνείδηση του αποτέλεσε την κλήση και την αποστολή του στη διακονία του Ευαγγελίου . Το «πάντοτε το αγαθόν διώκεται και εις αλλήλους και εις πάντας» (Α' Θεσ. 5:15) είναι χαρακτηριστικό των προτροπών του όχι μόνο στις δύο προς Θεσσαλονικείς αλλά και σε όλες τις επιστολές του. Η οικουμενικότητα του κηρύγματός του, όχι μόνο στο θεολογικό επίπεδο της σωτηρίας Ιουδαίων και εθνικών αλλά και στο πρακτικό επίπεδο της προς πάντας «φιλαδελφίας» σε μια εποχή όπως η σημερινή, με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της σημεία που έχουν επισημανθεί, ιδίως τα δεύτερα, από Ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και από επιστήμονες θεολόγους αποτελεί την ουσιώδη συμβολή του Παύλειου λόγου, διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην κοινωνία της εποχής μας.
Δεύτερη απόδειξη ήταν το ίδιο το έργο του: η ίδρυση και συγκρότηση από τον ίδιο της Εκκλησίας της Κορίνθου: «Ου το έργον μου υμείς εστέ εν Κυρίω;» (κορ. Α΄ 9:1). Άν άλλοι, που δεν είχαν γνωρίσει τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του από τον Παύλο, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αποστολική του ιδιότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνταν να το κάνουν οι χριστιανοί της Κορίνθου, οι οποίοι δια του αποστόλου Παύλου είχαν ελκυσθεί στην καινούρια πίστη. Για να σκέφτεται και να μιλάει κανείς έτσι, πρέπει να έχει βαθειά συνείδηση της αποστολής του στην Εκκλησία, πρέπει να πιστεύει πως πραγματικά είναι συνεργός του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το ζήτημα για τον Απόστολο δεν είναι μόνον πως σκέφτονται η πως φέρονται οι άνθρωποι, αλλά και τι πιστεύουν και τι κάνουν οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Οι εκκλησιές είναι γεμάτες με εικόνες αγίων πατέρων και διδασκάλων, που ακολούθησαν το δρόμο του μεγάλου Αποστόλου, που έζησαν με την αγωνία μήπως εξαιτίας τους κατηγορηθεί το έργο της Εκκλησίας. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου βέβαια δεν είναι μόνο για τους πατέρες της Εκκλησίας. Αναφέρονται, όπως είπαμε, σε κάθε χριστιανό. Πρώτοι οι Απόστολοι και οι Πατέρες και ύστερα κάθε αληθινός χριστιανός με τον τρόπο που ζει, με τον τρόπο που σκέφτεται και με ο,τι κάνει, κηρύττει το Χριστό και το Ευαγγέλιο σ᾽ όλους. Ιδιαίτερα σ᾽ εκείνους που δεν είναι πρόθυμοι να το ακούσουν και να το δεχθούν.
Συνεχίζοντας λοιπόν ο απόστολος, μας μιλάει ακριβώς για τον τρόπο ζωής των χριστιανών. Πως δηλαδή πρέπει να σκέφτονται, ποιά να είναι τα κίνητρα των πράξεών τους, πως ν᾽ αντιδρούν στο κακό. Η γνώση της αλήθειας του Θεού, η μακροθυμία και η υπομονή, η καλοσύνη και η τιμιότητα, η δικαιοσύνη, η ανυπόκριτη αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η χαρά μέσα από τη λύπη κι όλα αυτά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τη χάρη του Θεού. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν τον αληθινό χριστιανό, αυτά είναι η δύναμή του και η παρρησία του. Είναι τόσο επίκαιρα τα λόγια του Αποστόλου σήμερα, που οι άνθρωποι – ακόμα και οι χριστιανοί – είναι κυριευμένοι από το πνεύμα της πλεονεξίας, της αντεκδίκησης, της δολιότητας και της διαφθοράς.
Μέσα στους ανθρώπους σήμερα, είναι ριζωμένη η σκέψη του συμφέροντος, τι μπορούν να κερδίσουν, όχι τι να θυσιάσουν. Η γλώσσα όμως με την οποία μίλησε ο Απόστολος είναι η γλώσσα των ανθρώπων που έταξαν τον εαυτό τους να συνεργαστούν με το Θεό, να υπηρετήσουν στο έργο της σωτηρίας. Τέτοιοι άνθρωποι που υπηρετούν πιστά την Εκκλησία, που ακολουθούν τα ίχνη των αποστόλων και των αγίων θα υπάρχουν πάντα και σε κάθε εποχή, μπορεί να είναι λίγοι, μα θα υπάρχουν πάντα. Πρώτα βέβαια οι καλοί ποιμένες της Εκκλησίας και ύστερα οι αληθινοί χριστιανοί, όλοι ως διάκονοι και συνεργάτες του Θεού.
Του Ιεροδιακόνου Νεκταρίου Γεωργίου
Αναδημοσίευση από:
Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας - Αμμοχώστου
Ευαγαγγελικό. Ανάγνωσμα: Ματθ. 18, 23-35
Πρωτότυπο Κείμενο
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην˙ Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. Πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων˙ Κύριε, μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω. Σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτώ. Εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων˙ απόδος μοι ει τι οφείλεις. Πέσων ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων˙ Μακροθύμησον επ’ εμοί και αποδώσω σοι. Ο δε ουκ ήθελεν, αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν εως ου αποδώ το οφειλόμενον. Ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω εαυτών πάντα τα γνόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ˙ Δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφηκά σοι, επεί παρεκαλεσάς με˙ ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλεήσα; Και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ. Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του.» Μόλις άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσε να τα επιστρέψει, ο κύριος του διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα τα υπάρχοντά του και να του δώσουν το ποσό απο την πώληση. Ο δούλος τότε έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: «δείξε μου μακροθυμία και θα σου τα δώσω ολα τα χρέη μου πίσω». Τον λυπήθηκε λοιπόν ο κυρίος του εκείνον τον δούλο και τον άφησε να φύγει˙ του χάρισε μάλιστα και το χρέος. Βγαίνοντας εξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν απο τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια˙ τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: «ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς». Ο σύνδουλός του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε: «δείξε μου μακροθυμία, και θα σου τα ξεπληρώσω». Εκείνος όμως δεν δεχόταν, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει οτι του χρωστούσε. Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και διηγήθηκαν στον κύριο τους ολα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του λέει:«κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες˙ δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι εγω σπλαχνίστηκα εσένα;». Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. «Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δεν συγχωρεί τα παραπτώματα του αδελφού του μ’ όλη του την καρδιά».
Σχολιασμός
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη απο το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Η παραβολή αυτή ονομάζεται και παραβολή του κακού δούλου εξαιτίας της κακίας και ασπλαχνίας που δείχνει ο ένας δούλος προς τον σύνδουλό του. Ως αφορμή για να πει την παραβολή αυτή ο Χριστός παίρνει από την ερώτηση που απεύθυνε προς αυτόν ο Απόστολος Πέτρος για το πόσες φορές πρέπει να συγχωρούμε κάποιον που μας έχει φταίξει. Ο Απόστολος Πέτρος έχοντας υπόψη του τον εβραϊκό νόμο που έλεγε μέχρι τρείς φορές προσθέτει κάποια γενναιοδωρία και ρώτα τον Χριστό αν είναι αρκετές μέχρι επτά φόρες. Ο Χριστός του απαντά ότι όχι επτά αλλά εβδομήντα φορές επτά, εννοώντας το άπειρο και παντοτινό. Το μέτρο που πρέπει να συγχωρούμε δεν είναι η ανθρώπινη θέλησή μας και οι νόμοι αλλά ο ίδιος ο Θεός που συγχωρεί τον καθένα μας όσες φορές και αν έφταιξε, φτάνει να του το ζητήσει ειλικρινά.
Για να φανεί και να γίνει καλύτερα κατανοητό με ποιο τρόπο συγχωρεί ο Θεός παρομοίασε την βασιλεία των ουρανών με ένα βασιλιά που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του. Μόλις λοιπόν άρχισε να κάνει τον λογαριασμό του φέρνουν κάποιον ο οποίος χρωστούσε ένα πολύ μεγάλο ποσό. Δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποσό που μπορούμε να πούμε με τα σημερινά δεδομένα ξεπερνά τα πενήντα πέντε εκατομμύρια χρυσές λίρες. Επειδή δεν μπορούσε να ξοφλήσει αυτό το μεγάλο ποσό, ο βασιλιάς διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο τον δούλο, την γυναίκα του, τα παιδιά του και ό,τι άλλο είχε στην κατοχή του και να του δώσουν το ποσό από την πώληση. Μετά από αυτή την απόφαση ο δούλος πέφτει στα πόδια του βασιλιά και τον παρακαλεί να του δείξει μακροθυμία και θα του δώσει πίσω ότι του χρωστεί. Η παράκληση αυτή του δούλου προς το βασιλιά είχε τόση δύναμη ώστε ο βασιλιάς τον λυπήθηκε, αφήνοντας τον ελεύθερο να φύγει χαρίζοντάς του μάλιστα και όλο το χρέος που χρωστούσε.
Βγαίνοντας πλέον ελεύθερος από τη συνάντηση που είχε με το βασιλιά, συνάντησε έναν από τους συνδούλους του, ο οποίος του χρωστούσε μόνο εκατό δηνάρια, δηλαδή ποσό ασήμαντο (υποπολλαπλάσιο ενός ταλάντου) μπροστά στο τεράστιο ποσό που χρωστούσε και του χάρισε πριν από λίγο ο βασιλιάς. Τότε ο δούλος αυτός πιάνει τον σύνδουλό του και τον σφίγγει να τον πνίξει λέγοντας να του ξόφληση το χρέος που του χρωστούσε. Επειδή τη στιγμή εκείνη δεν είχε τη δυνατότητα να του τα δώσει έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να του δείξει μακροθυμία και θα του τα δώσει. Έκανε και αυτός ο δούλος ό,τι έκανε προηγουμένως ο δούλος που τώρα τον πιέζει μπροστά στο βασιλιά. Αντί όμως να κάνει προς τον σύνδουλό του ό,τι έκανε και σ’ αυτόν ο βασιλιάς, ή έστω αν δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο να του αφήσει κάποιο χρόνο ώστε να βρει τα χρήματα και να τον ξοφλήσει, έδειξε τόση κακία και ασπλαχνία ώστε πήγε και τον έκλεισε στη φυλακή μέχρι να του ξεπληρώσει αυτό το μικρό ποσό που του χρωστούσε.
Βλέποντας αυτή την μεγάλη αδικία οι υπόλοιποι δούλοι του βασιλιά που βρισκόντουσαν εκεί πήγαν και είπαν στον βασιλιά όλα όσα έγιναν. Ο βασιλιάς τότε καλεί τον δούλο εκείνο και του λέει: «Κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρεκάλεσες˙ δεν έπρεπε να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως εγώ σπλαχνίστηκα εσένα;» Και τιμωρώντας τον παραδειγματικά εξαιτίας της συμπεριφοράς του τον παρέδωσε στους βασανιστές μέχρι να του ξεπληρώσει όλα όσα του χρωστούσε. Και τελειώνοντας ο Χριστός μας λέει ότι «έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δε συγχωρήσει τα παραπτώματα του αδελφού του μ’ όλη του την καρδιά».
Μέσα από τις παραβολές του Χριστού βλέπουμε να μας αποκαλύπτεται η βασιλεία των ουρανών. Από τη μια βλέπουμε τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός και από την άλλη βλέπουμε το πώς θέλει ο Θεός να συμπεριφέρονται οι πιστοί μεταξύ τους. Η σημερινή παραβολή έχει ως στόχο να μας διδάξει ότι πρέπει να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όχι μέσα σε περιορισμένα πλαίσια αλλά απεριόριστα. Τα μύρια τάλαντα που χρωστούσε ο δούλος στο βασιλιά φανερώνουν το απεριόριστο μέγεθος των αμαρτιών που έχει ο κάθε άνθρωπος, τις οποίες και συγχωρεί ο Θεός. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι αμαρτίες μας ενώπιον του Θεού αποτελούν το χρέος των μύριων ταλάντων σε σχέση με τα σφάλματα που έχουν διαπράξει οι συνάνθρωποί μας σε εμάς και που είναι μηδαμινά, όπως το χρέος των εκατόν δηναρίων. Η δική μας στάση και συμπεριφορά προς τους αδελφούς μας είναι αυτή που θα επηρεάσει το έλεος του Θεού σε εμάς και όχι το πλήθος ή το μέγεθος των αμαρτιών μας. Ο ιερός Χρυσόστομος μας λέει ότι κερδίζουμε πολλά όταν αντιμετωπίζουμε με επιείκεια τις εχθρότητες από τους εχθρούς μας, απαλλασσόμαστε από τα αμαρτήματα μας, αποκτούμε καρτερία και υπομονή, γινόμαστε επιεικείς και φιλάνθρωποι, καθαριζόμαστε από την οργή και το μεγαλύτερο από όλα αυτά είναι ότι κερδίζουμε τη φιλανθρωπία του Θεού. Όταν μισούμε τους άλλους τιμωρούμε τους εαυτούς μας, ενώ όταν αγαπούμε τους συνανθρώπους μας ευεργετούμε τους εαυτούς μας. Αυτός που δεν γνωρίζει να μισεί τους άλλους, δεν γνωρίζει ούτε και να λυπάται, αλλά θα απολαύσει τρυφή και άπειρα αγαθά. (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία 61, ΕΠΕ τομ. 11Α, σελ. 169-171).
Ο Χριστός στην Κυριακή προσευχή τοποθετεί μεταξύ των σημαντικών αιτήσεων προς τον Πατέρα και την προϋπόθεση συγχωρήσεως των άλλων: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Αυτή η συγχώρηση των οφειλών των άλλων αποτελεί προϋπόθεση, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την κοινωνία μας με τον Θεό Πάτερα. Μέσα από τη σοφή διδασκαλία των πατέρων της ερήμου διαβάζουμε ένα περιστατικό στο οποίο φαίνεται το πώς οι πατέρες της ερήμου δίδασκαν τη συγχωρητικότητα. Κάποιος χριστιανός πήγε να συμβουλευθεί τον Άββα Σιλουανό. «Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, πάτερ», του εξομολογήθηκε. «Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί όπου βρέθεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη». «Κάνε όπως θέλεις», του είπε με αδιαφορία ο Άββας Σιλουανός. «Δεν νομίζεις, πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του;», ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του έχθρου του. «Κάνε ό,τι σε αναπαύει», εξακολουθούσε να λέγει με το ίδιο ύφος ο Όσιος. «Πηγαίνω, λοιπόν στον δικαστή κατ’ ευθείαν», είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει. «Μη βιάζεσαι τόσο», του είπε με ηρεμία ο Όσιος. «Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου». Άρχισε με το «Πάτερ ημών». «Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέγει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ’ αυτό το στίχο. «Λάθος», Αββά, «δεν λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή», έσπευσε να διορθώσει ο χριστιανός. «Έτσι όμως είναι», αποκρίθηκε μ’ όλη του την απάθεια ο Γέρων. «Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό σου στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα» (Θεοδώρας Χαμπάκη, Γεροντικό).
Ο Χριστός τόσο πολύ μας αγάπησε ώστε κατέβηκε στη γη και οδηγήθηκε μέχρι το Σταυρό για να μας σώσει. Πάνω στο Σταύρο όταν τον σταύρωναν προσευχόταν προς τον Πατέρα του, για τους σταυρώτες του λέγοντας: «Πάτερ άφες αυτοίς˙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λκ. 23,34). Με αυτή του την ευσπλαχνία και συγχωρητικότητα αφήνει σε μας ένα μεγάλο μήνυμα, ότι πρέπει να συγχωρούμε με όλη μας τη καρδιά αυτούς που μας έχουν φταίξει. Οι άγιοι με τη σειρά τους μιμούμενοι το παράδειγμα του Κυρίου, προσεύχονται για τους βασανιστές τους χωρίς να τους κρατούν κακία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από το πλήθος των αγίων είναι ο άγιος πρωτομάρτυς διάκονος Στέφανος, ο οποίος προσευχόταν γι αυτούς που τον λιθοβολούσαν λέγοντας: «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην». Αλλά και ο άγιος Διονύσιος Ζακύνθου, ο οποίος παρόλη τη θλίψη του έκρυψε και φυγάδευσε το δολοφόνο του αδελφού του που είχε καταφύγει στη Μονή διωκόμενος για να σωθεί. Με αυτό τον τρόπο απότρεψε ένα ακόμα έγκλημα δίνοντας τη δυνατότητα της μετάνοιας στο δολοφόνο του αδελφού του και αφήνοντας σ’ εμάς ένα μεγάλο παράδειγμα συγχωρητικότητας.
Η συγχωρητικότητα αποτελεί βασικό παράγοντα στη σχέση μας με το Θεό. Με αυτήν κερδίζουμε την φιλανθρωπία του Θεού έναντι των δικών μας αμαρτιών. Πρέπει να συγχωρούμε τους αδελφούς μας για να συγχωρεθούμε και εμείς, αυτό εξάλλου μας διδάσκει και η παραβολή αυτή. «Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδίων υμών τα παραπτώματα αυτών». Με τα λόγια αυτά τελειώνει και η παραβολή αυτή καλώντας μας να αφήσουμε τα παραπτώματα των αδελφών μας από τις καρδιές μας.
Του Φιλίππου Φιλίππου, θεολόγου
Αναδημοσίευση από:
Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας - Αμμοχώστου