Τα νέα του Ιερού Ναού μας για τον Δεκέμβριο

1. Εξωκλήσει Μεγάλου Βασιλείου και Αγίας Αγάπης
Με ιδιαίτερη χαρά σας ενημερώνουμε ότι βρισκόμαστε στην φάση εικονογράφησης του τέμπλου στο εξωκλήσι των Αγίων Βασιλείου και Αγάπης Αγίας Νάπας. Όσοι επιθυμούν να γίνουν δωρητές για τις εικόνες του τέμπλου μπορούν να αποταθούν στον κ. Μάριο Πέροικο 99637877.

2. Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία (Σάββατο βράδυ προς Κυριακή)
Συνεχίζεται κάθε Σάββατο βράδυ προς Κυριακή να τελείται Αναστάσιμη νυχτερινή Θεία Λειτουργία 9:00μ.μ - 00:30π.μ. στο ξωκλήσι της Αγίας Άννας . Η πρόσκληση αυτή απευθύνεται αφενός σε όλους τους ευλαβείς πιστούς που λόγω της εργασίας τους (π.χ. αστυνομικούς, ιατρούς, νοσηλευτές, πυροσβέστες, στρατιωτικούς, κ.α.), αφετέρου δε και σε όσους για οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν έχουν την δυνατότητα να εκκλησιαστούν το πρωί της Κυριακής. Η τοπική Εκκλησία ως φιλόστοργος μητέρα , γνωρίζοντας και κατανοώντας τα διάφορα αυτά κωλύματα, με αγάπη και ενδιαφέρον τελεί αυτή την ποιμαντική διακονία, ώστε να δοθεί σε όλους η ευκαιρία του εκκλησιασμού και της μετοχής όλων στα Θεία Μυστήρια.

3. Κατά το μήνα Δεκέμβριο ο Εσπερινός αρχίζει στις 4:30μ.μ. Ο Όρθρος τις Κυριακές στις 6:30-9:30π.μ. και τις καθημερινές 6:30-8:30π.μ.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

19/05: Οι δεκατρείς Οσιομάρτυρες της Μονής Καντάρας


Το 13ο αιώνα η Κύπρος καταδυναστευόταν από τους τότε κατακτητές της Φράγκους (Λουζινιανούς). Ο Ορθόδοξος κλήρος διωκόταν βάναυσα και ο λαός εταλαιπωρείτο αφάνταστα, για να εξαναγκαστεί να φραγκέψει. Κύριο και ρωμαλέο στήριγμα του λαού στον αγώνα του να μη χάσει την εθνική του αυτοσυνειδησία και την Ορθόδοξη Πίστη του υπήρξαν, Άγιοι Μοναχοί με χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα τους 13 Οσιομάρτυρες της Μονής της Παναγίας της Κανταριώτισσας, που βρισκόταν στην οροσειρά του Πενταδακτύλου.

Ηγούμενος της Μονής αυτής ήταν τότε ο Ιωάννης, και τα ονόματα των υπολοίπων ήταν: Κόνωνας, Ιερεμίας, Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και Γεννάδιος (οι δύο τελευταίοι προέρχονταν από την Μονή Μαχαιρά).

Για την εμμονή τους στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, φυλακίστηκαν από την Λατινική - Παπική εξουσία της Κύπρου στις φυλακές της Λευκωσίας, όπου παρέμειναν για τρία χρόνια, υφιστάμενοι απάνθρωπα και απερίγραπτα μαρτύρια. Τελικά τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους ξεφόρεσαν τα άγια μοναχικά «σχήματά» τους, τους έδεσαν τα πόδια σε άγρια άλογα, τους λιθοβόλησαν και κατόπιν τους έσυραν πάνω στις κοφτερές πέτρες της κοίτης του ξεροπόταμου Παδιαίου, χτυπώντας τους ταυτόχρονα χωρίς έλεος με ραβδιά.

Τέλος τα κατακομματιασμένα και καθημαγμένα σώματα των Αγίων τα έριξαν στις φλόγες μεγάλης φωτιάς που άναψαν, και με αυτόν τον τρόπο τελειώθηκαν. Έτσι παρέδωσαν στα χέρια του Θεού τη μακάρια ψυχή τους και δέχτηκαν απ΄Αυτόν τριπλούς τους στεφάνους: Των Οσίων, των Ομολογητών και των Μαρτύρων.

Η ημέρα της τελείωσής τους ήταν η 19η Μαΐου του έτους 1231. Ο μαρτυρικός θάνατος των 13 αυτών Οσιομαρτύρων και Ομολογητών σε όλους μας και σε όλους τους αιώνες διασαλπίζει ότι η διαφορά Ορθοδοξίας και Παπισμού (Ρωμαιοκαθολικισμού) δεν είναι καθόλου παρωνυχίδα, όπως θέλουν πολλοί να την παρουσιάζουν. Από θεολογικής και σωτηριολογικής απόψεως η διαφορά αυτή είναι τόσο μεγάλη, όση ακριβώς είναι η απόσταση που χωρίζει τον Παράδεισο από την Κόλαση. Γι΄αυτό ακριβώς το λόγο προτίμησαν οι Άγιοι Μοναχοί το θάνατο, παρά να «εκλατινίσουν», έστω και κατ΄ελάχιστο, την ατόφια Ορθόδοξη Πίστη τους. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη τους στις 19 Μαΐου κάθε χρόνο και δοξολογεί τον Θεόν, τον «θαυμαστόν εν τοις αγίοις Αυτού».

Ορθόδοξος Φιλόθεος μαρτυρία Έκδοσις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

11/05: Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων


Βιογραφία
Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος και Μιχαήλ, ήταν παιδιά του δρουγγάριου στρατιωτικού διοικητού Λέοντος και γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε περί το 827, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ το 815. Είχαν δε άλλα πέντε αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος και είχε μεγάλη επιμέλεια στα γράμματα. Παιδί ακόμη, είχε διαβάσει τα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και είχε γράψει ύμνο προς τιμήν του. Τα χαρίσματά του τα πρόσεξε ο λογοθέτης Θεόκτιστος και τον έστειλε στην σχολή της Μαγναύρας, όπου με την καθοδήγηση του Λέοντος του Μαθηματικού και του ιερού Φωτίου σπούδασε βασικά φιλοσοφία. Διέπρεψε στις σπουδές του και αρχικά διορίσθηκε χαρτοφύλακας (αρχιγραμματέας) του Πατριαρχείου και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στη σχολή της Μαγναύρας.

Ο Μιχαήλ ακολούθησε την σταδιοδρομία του πατέρα τους. Έγινε στρατιωτικός και ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των πηγών του Στρυμόνος, δηλαδή στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Σερβίας, όπου και γνώρισε καλά τους Σλάβους. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία και των δύο αδελφών, βαθιά τους συγκλόνιζε ο ζήλος για την πνευματική ζωή. Είχαν μοναστική κλίση, αλλά πίστευαν στη μαρτυρική διακονία της κλίσεώς τους αυτής, για να σωθούν και άλλες ψυχές.

Ο 9ος αιώνας μ.Χ., όταν και έλαμψαν οι Άγιοι, είναι μια μεγάλη εποχή του Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται από ακμή στην πολιτική και στρατιωτική δύναμη και από άνθηση στην οικονομία, στα γράμματα, στις τέχνες. Η Εκκλησία της Ανατολής ανασυγκροτείται μετά την τρικυμία της εικονομαχίας. Το πρόβλημα της εικονομαχίας, αν μπορεί η φύση του Θεού, η θεία και η ανθρώπινη, να παρασταθεί εικονικά, έχει επιλυθεί. Τα ρήγματα όμως από τις εκκλησιαστικές και πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής γίνονται βαθύτερα. Τα εγκόσμια συμφέροντα, οι ανταγωνισμοί για την πνευματική και πολιτική εξουσία διασπούν την μέχρι τότε ενιαία Χριστιανική Οικουμένη σε δύο παράλληλους κόσμους, το Βυζαντινό και το Φραγκικό. Οι διαφορές είναι ορατές στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν ανέκυψε το θέμα του εκχριστιανισμού των Σλάβων της Δύσεως. Σε αυτήν την αντιδικία μπλέκονται οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί.

Αρχικά ο Κωνσταντίνος αναπτύσσει ιεραποστολικό έργο μεταξύ της Τουρκικής φυλής των Χαζάρων. Η μεγάλη όμως ευκαιρία δίνεται το καλοκαίρι του 862 μ.Χ., όταν φθάνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία του ηγεμόνος των Μοραβών Ραστισλάβου, που το έθνος του κατοικούσε από τη Βοημία μέχρι τα Καρπάθια και το Δούναβη. Ο Ραστισλάβος ζητά από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ έναν Επίσκοπο και δάσκαλο, για να τους διδάξει στη γλώσσα τους την αληθινή πίστη και να προσέλθουν και άλλοι στον Χριστό. Είχαν βαπτισθεί πολλοί, αλλά και οι βαπτισμένοι από τους Λατίνους ιεραποστόλους αγνοούσαν τον Χριστιανισμό, όσο και οι αβάπτιστοι, αφού οι Λατίνοι, συνεπείς στην παράδοσή τους, τους επέβαλαν την γνώση του Ευαγγελίου στα λατινικά και την λατρεία πάλι στα λατινικά, δηλαδή σε μία γλώσσα που αγνοούσαν.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεί τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτήν την αποστολή προς τους Μοραβούς. Το έργο το δέχεται ο Κωνσταντίνος υπό την προϋπόθεση της δημιουργίας γραφής στη γλώσσα των Μοραβών. Μετά από μελέτες φτιάχνει το λεγόμενο γλαγολιτικό (όχι το κυριλλικό) αλφάβητο και αρχίζει την μετάφραση του Ευαγγελίου και της Βυζαντινής Λειτουργίας, καθώς και άλλων βιβλίων.

Την άνοιξη του 863 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος παίρνει τον αδελφό του Μιχαήλ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Μεθόδιος, και φθάνει στην αυλή του Ραστισλάβου. Η εργασία τους διαρκεί τρία χρόνια. Έκαναν σπουδαίες μεταφράσεις, εισήγαγαν την βυζαντινή παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας στη Μοραβία. Άνοιξαν τους πολιτιστικούς ορίζοντες του ευαγγελιζόμενου λαού. Έγιναν οι πραγματικοί φωτιστές του. Με αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει τον Θεό στη μητρική του γλώσσα, οι άγιοι αδελφοί συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν την σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, έγραψαν και πρωτότυπα έργα και κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητών για την επάνδρωση της τοπικής Εκκλησίας με διακόνους και πρεσβυτέρους, άριστους γνώστες της λειτουργικής παλαιοσλαβικής γλώσσας.

Η διείσδυση όμως αυτή ενόχλησε τους Φράγκους και τη Ρώμη που άρχισαν να υποσκάπτουν αδιάκοπα την ιεραποστολική εργασία τους.

Η θέση η δική τους, καθώς και των συνεργατών τους μοναχών, έγινε δύσκολη, όταν στην Πόλη την εξουσία κατέλαβε ο Βασίλειος ο Β', που ξαναέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριάρχη τον Ιγνάτιο και επανασύνδεσε το Βυζάντιο με την Εκκλησία της Ρώμης. Το 866 μ.Χ. και οι Βούλγαροι είχαν συνδεθεί με την Ρώμη. Έτσι η ιερποστολή απομονώθηκε από τις ρίζες της και αναγκάσθηκε να έλθει σε συνδιαλλαγή με τους Λατίνους.

Στις αρχές του 868 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος φθάνουν στη Ρώμη κομίζοντας τα ιερά λείψανα του ιεραποστόλου Κλήμεντος, που είχε μαρτυρήσει στη χώρα των Χαζάρων. Προσπαθούν να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους με τους Λατίνους ιεραποστόλους ενώπιον του Πάπα Ανδριανού Β'. Η μόρφωση και η ευσέβεια των δύο αδελφών κατέπληξε τους Ρωμαίους κληρικούς. Ο Πάπας αναγνώρισε το έργο τους πανηγυρικά, αλλά επεδίωξε να το αποσυνδέσει από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και να το προσεταιρισθεί. Ο Πάπας Ανδριανός παρέλαβε από τους ιεραποστόλους τα σλαβικά βιβλία, τα ευλόγησε, τα απέθεσε στο ναό της Αγίας Μαρίας, τον αποκαλούμενο Φάτνη και τέλεσε με αυτά την Θεία Λειτουργία. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Πάπας απέθεσε τα σλαβικά βιβλία στην Αγία Τράπεζα και τα πρόσφερε ως αφιέρωμα στο Θεό. Έδωσε μάλιστα εντολή σε δύο Επισκόπους, τον Φορμόζο και τον Γκόντριχον, να προχωρήσουν στη χειροτονία των μαθητών του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου, των μελλοντικών κληρικών των Σλάβων στη μητρική τους γλώσσα. Και μετά ταύτα δόθηκε η άδεια σε αυτούς, τους νεοχειροτόνητους κληρικούς, να τελέσουν τη θεία λειτουργία σλαβιστί στους ναούς του Αγίου Πέτρου, της Αγίας Πετρωνίλλας και του Αγίου Ανδρέου.

Ο Πάπας καταδίκασε ακόμη τους πιστούς που αντιδρούσαν στην λειτουργική χρήση της σλαβικής γλώσσας και τους αποκάλεσε Πιλατιανούς και Τριγλωσσίτες. Μάλιστα υποχρέωσε έναν Επίσκοπο, που υπήρξε οπαδός του Τριγλωσσισμού, να χειροτονήσει τρεις ιερείς και δύο αναγνώστες από τους Σλάβους μαθητές των δύο Αγίων αδελφών.

Και το επιστέγασμα της λειτουργικής πανδαισίας σλαβιστί συνδέθηκε με τον Απόστολο των εθνών Παύλο. Οι Σλάβοι μαθητές κληρικοί λειτουργούσαν την νύχτα πάνω στον τάφο του μεγάλου διδασκάλου των εθνικών, του Παύλου. Και μάλιστα είχαν ως συλλειτουργούς τους τον Επίσκοπο Αρσένιο, δηλαδή έναν από τους επτά επισκόπους συμβούλους του Πάπα, και τον Αναστάσιο τον Βιβλιοθηκάριο. Η πράξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Είχε συμβολικό χαρακτήρα. Συνέδεε και παραλλήλιζε το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου με τους ιεραποστολικούς άθλους του Παύλου. Σημειωτέον ότι ο ναός του Αποστόλου Παύλου βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Και συνεπώς η μετάβαση και η τέλεση Λειτουργίας σε αυτόν σλαβιστί και μάλιστα επάνω στον τάφο του Αποστόλου δεν αποτελούσε πράξη ρουτίνας, που απέβλεπε απλώς στην τέλεση ορισμένων λειτουργιών στη σλαβική γλώσσα. Ήταν η πανηγυρική έγκριση της σλαβικής ως λειτουργικής γλώσσας από τον Απόστολο των εθνών και της ακροβυστίας.

Στο διάστημα της παραμονής τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος αρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται το τέλος του και ζητά να πεθάνει ως μοναχός. Κείρεται μοναχός και ονομάζεται Κύριλλος. Στις 4 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο πύρινος ιεραπόστολος, που άναψε την φωτιά της πίστεως και του πολιτισμού στο σλαβικό κόσμο, κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο Μεθόδιος θέλει να μεταφέρει το σκήνωμά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Πάπας Ανδριανός δεν το επιτρέπει και τον θάβει στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, όπου μέχρι και σήμερα δείχνεται ο τάφος του.

Στη συνέχεια, ο Μεθόδιος χειροτονείται από τον Πάπα Αρχιεπίσκοπος Σιρμίου, για να εγκατασταθεί στην Παννονία. Η Ρώμη επιδέξια οικειοποιείται το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Η ζωή όμως του Μεθοδίου, ως Αρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στους ανταγωνισμούς των Λατίνων και των Φράγκων Επισκόπων, στις δολοπλοκίες των ηγεμόνων και των αρχόντων και γίνεται μαρτυρική. Τον φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σε μοναστήρι του Μέλανος Δρυμού και μόλις το 873 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης Η' τον ελευθερώνει και τον αποκαθιστά. Η λατρεία όμως στα σλαβονικά απαγορεύεται και μόνο το κήρυγμα επιτρέπεται. Το 885 μ.Χ., στη Μοραβία, ο Μεθόδιος παραδίδει το πνεύμα του μέσα σε ένα κλίμα αντιδράσεων και ραδιουργιών. Είχε όμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ιεραποστόλους. Αυτοί ξεχύθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, διέδωσαν και στερέωσαν την Ορθοδοξία στα σλαβικά Έθνη. Ήταν τέτοια δε η δύναμη και το ρίζωμα του έργου τους, ώστε ούτε η λαίλαπα της Ουνίας κατόρθωσε να εξανεμίσει το θεολογικό και πολιτισμικό έργο των δύο Ισαποστόλων αδελφών, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.

Κατά την εξόδιο ακολουθία του Αγίου Μεθοδίου αναρίθμητος λαός, αφού συγκεντρώθηκε, τον συνόδευσε με λαμπάδες και θρήνησε τον αγαθό διδάσκαλο και ποιμένα. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, χήρες και ορφανά, ξένοι και ντόπιοι, ασθενείς και υγιείς, όλοι τον συνόδευσαν, γιατί έδινε τα πάντα σε όλους, για να τους κερδίσει.

Η ιεραποστολική πορεία τους, παρά τα τόσα θρησκευτικά και πολιτιστικά επιτεύγματά της για ολόκληρο το Βορρά, δεν μας είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς. Αν και εργάσθηκαν όσο λίγοι για την δόξα της Ορθοδοξίας, άργησαν οι Ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες να τους περιλάβουν στον κατάλογο των εκλεκτών του Θεού Αγίων. Τη ζωή και τη δράση τους τη μαθαίνουμε από σλαβικές και λατινικές πηγές και από δύο παλαιοσλαβονικές βιογραφίες.

Οι δύο Άγιοι ανεδείχθησαν άξιοι μιμητές του Αποστόλου Παύλου σε πολλούς τομείς του βίου και της δράσεώς τους. Καταρχάς εντάσσονται μέσα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Και μετά την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στη γη η Θεία Οικονομία εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη φράση του Αποστόλου Παύλου «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», την οποία επαναλαμβάνει ο βιογράφος του Αγίου Μεθοδίου, τον οποίο ο Θεός ανέστησε ως διδάσκαλο στους καιρούς του χάριν του Σλαβικού γένους, για το οποίο ποτέ κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί.

Ο Άγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τον Απόστολο Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του. Γι' αυτό και ο βιογράφος του σημειώνει ότι σε όλα τα ταξίδια του ο Μεθόδιος περιέπεσε σε πολλούς κινδύνους, που προκλήθηκαν από τον κακό εχθρό (το διάβολο). Κινδύνευσε στις ερήμους από τους ληστές, στη θάλασσα από τρικυμίες, στα ποτάμια από θανάσιμους κινδύνους και έτσι εκπληρώθηκε σε αυτόν ο λόγος του Αποστόλου: «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη» και σε όλα τα παθήματα, τα μνημονευόμενα από τον Απόστολο. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στο σχόλιο αυτό δεν υπάρχει κάτι το υπερβολικό, αν αναλογισθούμε τα ταξίδια του στην Κριμαία, τη Χαζαρία και τη χώρα των Φούλλων, τη ματάβασή του στη Μοραβία, το ταξίδι στη Ρώμη μέσω Παννονίας και Βενετίας, την επιστροφή στην Παννονία και τη Μοραβία, τη σύλληψή του από τους Φράγκους, τη δίκη και καταδίκη του, τη φυλάκισή του επί δυόμισι έτη, την απελευθέρωσή του, τις συκοφαντίες σε βάρος του, τη μετάβασή του στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τὴ ὑπερμάχω.
Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλὰ ὢ Κύριλλε παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον.

Αναδημοσίευση από: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Κυριακή του Παραλύτου, Ιωάν. ε΄ 1 -15 - Πράξ θ΄ 32 - 42


Σωτήρια ίαση “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”
Η Κυριακή του Παραλύτου εκπέμπει τα δικά της αναστάσιμα μηνύματα.
Θαυμαστό είναι και το σημερινό γεγονός το οποίο μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Συγκεκριμένα ο Κύριος θεράπευσε τον παράλυτο της Ιερουσαλήμ, ένα θαύμα που έγινε τον δεύτερο χρόνο της δημόσιας δράσης Του.

Οίκος ευσπλαχνίας
Ο Κύριος είχε ανεβεί στα Ιεροσόλυμα και βρέθηκε κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά που στα ελληνικά σημαίνει “οίκος του ελέους ή της ευσπλαχνίας”, δηλαδή το σπίτι της αγάπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θεός με ένα υπερφυσικό τρόπο έδειχνε τη μεγάλη αγάπη Του σε πονεμένους συνανθρώπους μας. Ο Χριστός βρέθηκε μπροστά σε μια πονεμένη ύπαρξη που επιζητούσε τη λύτρωση. Ήταν συγκεκριμένα ένας παράλυτος που για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου. Από τον διάλογο του Κυρίου με τον παραλυτικό προκύπτει ότι η δοκιμασία του ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του. Στο χώρο εκεί παρέμενε για πολλά χρόνια μόνος και αβοήθητος. Γινόταν πραγματικά ένας μεγάλος αγώνα για το ποιος θα προλάβαινε να πέσει πρώτος στην κολυμβήθρα όταν Άγγελος Κυρίου κατέβαινε και τάρασσε το ύδωρ μια φορά το χρόνο.

Η λύτρωση
Θέλεις υγιής γενέσθαι;” Μια τέτοια ερώτηση βέβαια σίγουρα ήταν περιττή. Ωστόσο, αν κοιτάξουμε λίγο βαθύτερα θα κατανοήσουμε τη σημαντικότητά της για το θαύμα που επιτελέστηκε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξασφάλιση της υγείας από τον παραλυτικό αλλά και γενικά από τον κάθε άνθρωπο, συνδέεται πολύ στενά με την ελευθερία που μπορεί να απολαμβάνει ο άνθρωπος στην προοπτική πάντοτε και στους ορίζοντες της απάρνησης της αμαρτίας. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με τη δυνατότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί την ελευθερία της βούλησής του στην τροχιά της κοινωνίας με την αγάπη του Θεού και σίγουρα όχι σε εκείνη της αποκοπής του από αυτήν που εκφράζεται με την κατάσταση της αμαρτωλής ζωής. Ουσιαστικά ο Χριστός με την ερώτησή του αυτή είναι σαν να προκαλούσε τον παράλυτο να εκφράσει την πίστη του ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία του.

Με το θαύμα ο Χριστός εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού δια της συγχωρήσεως και της αγάπης του απομάκρυνε την αιτία της ασθένειας που ήταν η αμαρτία. Η αμαρτία είναι η κατάσταση εκείνη που μας εγκλωβίζει πολλές φορές εις τον εαυτό μας, τον οποίο και αυτοθεοποιούμε για να εξορίζουμε από τη ζωή μας τον Θεό που είναι σίγουρα το ασφαλέστερο και μοναδικό στήριγμά μας. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο Κύριος επέσυρε λίγο αργότερα την προσοχή στο θεραπευθέντα παράλυτο όταν του είπε “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές δεχόμαστε τις ευεργεσίες της αγάπης του Θεού και μετά εύκολα τις ξεχνάμε αφήνοντας τον εαυτό μας να κυλίεται και πάλι στη λάσπη της αμαρτίας, η οποία όπως τονίστηκε πιο πάνω είναι η ρίζα και η αιτία κάθε κακού.

Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα που απορρέουν από το περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού είναι τόσο επίκαιρα που αγγίζουν βαθειά και τη δική μας ύπαρξη. Δεν έχουμε παρά κι εμείς να επιζητήσουμε τη θεραπεία της δικής μας ασθένειας από το μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, η αγάπη του οποίου μας “κυνηγά” σε κάθε μας βήμα. Ας έχουμε υπόψιν και την προτροπή του Κυρίου “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε”.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

06/05: Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα


Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θείᾳ,
Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ.

Βιογραφία
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

Η Μονή του Γεννεθλίου της Θεοτόκου όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρα στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από την Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα μετά από όραμα της Παναγίας.

Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστέγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 μ.Χ. λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.

Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσανε όλο το χωριό.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῇ χαμευνίᾳ πολλαῖς στερήσεσι, κακοπαθείαις νηστείαις, καὶ ἀγρυπνίαις Χριστῷ, εὐηρέστησας Σοφία παναοίδιμε, σὲ τῷ σοφίας ἀληθοῦς, ἀναδείξαντι φανόν, καὶ λύχνον λαμπρῶν χαρίτων, ὅθεν ὡς πρέσβειραν θείαν, Κλεισούρας σέμνωμα τιμῶμέν σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν ὑπὲρ φύσιν, ἐν Κλεισούρᾳ ἐνασκήσασαν, καὶ ὑπομείνασαν, τὸ ψῦχος ὥσπερ ἄσαρκος, παρ’ ἑστίαν καθημένην Μονῆς αὐλείῳ, βιοτῆς αὐτῆς τὰς νύκτας καὶ σχολάζουσαν, προσευχῇ Σοφίαν θείαν εὐφημήσωμεν, πόθω κράζοντες· Χαίροις πάνυ Ἀσκήτρια.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Τὴν διδάσκαλον, τῆς μετανοίας, καὶ κοσμήτορα, χριστοηθείας, ἀφανῶς τὴν ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκήσασαν, καὶ δαψιλῶς προσελκύσασαν Πνεύματος, τοῦ θείου χάριν εὐτάκτως ὑμνήσωμεν, πόθω κράζοντες· Σοφία θεομακάριστε, Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει πάντοτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες, σῇ ἀμέμπτῳ ἀσκήσει, ἐξέστησαν Σοφία θεόφρον, καὶ πιστῶν Μακεδόνων χοροί, σὺν Ποντίων δήμοις Μῆτερ θαυμάζοντες, ταπείνωσιν καὶ νῆψίν σου, ἐκραύγασαν ἐν κατανύξει·

Χαῖρε, διδάσκαλος μετανοίας·
χαῖρε, ὁ πρόβολος ἐγκρατείας.

Χαῖρε, τῆς Μονῆς Κλεισούρας ἡ ἔνοικος·
χαῖρε, παμφαὴς λαμπηδών, θείας χάριτος.

Χαῖρε, φάρος τῆς ἁπλότητος, καὶ ἀμέμπτου ἀγωγῆς·
χαῖρε, λύχνος ταπεινώσεως, καὶ εὐχῆς καρδιακῆς.

Χαῖρε, Θεοῦ σοφίας χρυσοστόλιστον σκεῦον·
χαῖρε, τῆς συμπαθείας τῆς Αὐτοῦ θεῖος τύπος.

Χαῖρε, κρηπὶς σαρκὸς κατατήξεως·
χαῖρε, πυξὶς Χριστοῦ ἀγαπήσεως.

Χαῖρε, ἐν γῇ ἡ οὐκ ἔχουσα κλίνην·
χαῖρε, πηγή, ἡ ἐκχέουσα χάριν.

Χαίροις, πάνυ Ἀσκήτρια.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἀρδάσσης σεπτὸς βλαστός, χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον καὶ εὐανθές, χαίροις τῆς Κλεισούρας, κιννάμωμον Σοφία, ἡ ἀκραιφνεῖ ἀσκήσει, κόσμον ἡδύνασα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σοφισθεῖσα, μῆτερ, πνευματικῶς, ὅλον σου τὸν βίον ἐν τελεία ὑπομονὴ διῆλθες, Σοφία, καὶ νὴν τού σου Νυμφίου τὸ κάλλος ἐποπτεύεις ἐν ταῖς παστάσιν αὐτοῦ.

Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

05/05: Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός


Βιογραφία
Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1384 μ.Χ. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία μαζί με τα άλλα αδέλφια του, τη δε φροντίδα τους, μετά τον Θεό, ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του. Σε ηλικία 14 ετών εισήλθε στην ακμάζουσα τότε Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου του όρους των Άμωμων (Καθαρών) της Αττικής.

Ο Άγιος Εφραίμ ακολούθησε με ένθεο ζήλο τον Χριστό, και διέπρεψε με την λαμπρότητα της ζωής του και τους πόνους της αθλήσεως του στο ορός των Άμωμων Αττικής (Περιοχή Νέας Μάκρης). Αξιώθηκε ακόμα να λάβει το μέγα Μυστήριο της Ιεροσύνης και το χάρισμα να υπηρετεί το άγιο θυσιαστήριο, σαν άγγελος Θεού, με φόβο Θεού και πολλή κατάνυξη.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, γιορτή της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού του 1425 μ.Χ., επιστρέφοντας από ένα ασκητήριό του στη Μονή την είδε τελείως κατεστραμμένη και χωρίς Πατέρες, (είχαν σφαγιασθεί από βαρβάρους Τούρκους), συνελήφθη και άρχισαν τα μαρτύρια του, πού τελείωσαν στις 5 Μαΐου 1426 μ.Χ. ήμερα Τρίτη και ώρα 9 το πρωί. Τον κρέμασαν ανάποδα σ' ένα δένδρο, που σώζεται ακόμα, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, και τέλος το καταπληγωμένο και μαρτυρικό σώμα του το διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Χριστό.

Η εύρεση των μαρτυρικών του λειψάνων, έγινε στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ.

Ο Άγιος Εφραίμ γιορτάζεται δύο φορές το χρόνο, στις 3 Ιανουαρίου η εύρεση των τιμίων λειψάνων του, και στις 5 Μαΐου το μαρτυρικό του τέλος.

Η μνήμη του Αγίου Εφραίμ τιμάται στις 5 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν όρει των Αμώμων ώσπερ ήλιος έλαμψας, και μαρτυρικώς, θεοφόρε, προς θεόν εξεδήμησας, βαρβάρων υποστάς επιδρομάς, Εφραίμ Μεγαλομάρτυς του Χριστού, δια τούτο αναβλύζεις χάριν αεί, τοις ευλαβώς βοώσι σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.

Ακούστε το απολυτίκιο του Αγίου Εφραίμ:

Αναδημοσίευση από: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

03/05: Οι Άγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα


Ανάμεσα στους χιλιάδες των αγίων που τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας, εξέχουσα θέση έχει το αγιώτατο ζεύγος των μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, οι οποίοι κατάγονταν από τη Θηβαΐδα της Αιγύπτου. Ο Άγιος Τιμόθεος είχε γονείς ευσεβείς και ενάρετους, που από μικρό παιδί τον γαλούχησαν με τα νάματα της πίστεως στον αληθινό Θεό. Όταν ήλθε στην κατάλληλη ηλικία, πήρε για σύζυγό του την Μαύρα, κόρη ευσεβών γονέων ωραιότατη στην εμφάνιση, με σωφροσύνη και καλοσύνη, αλλά κυρίως με μεγάλη πίστη και αγάπη στο Θεό. Ο Αρχιερέας της Θηβαΐδος, βλέποντας τη θαυμαστή ζωή του Αγίου, τον διάλεξε και τον τίμησε με το αξίωμα των κληρικών.

Με περισσό ζήλο,ο Άγιος Τιμόθεος δίδασκε και εμψύχωνε τον λαό του Θεού, αλλά και έφερνε στην αληθινή πίστη τους ειδωλολάτρες. Δεν πέρασαν 20 μέρες από τον γάμο των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και ο ηγεμόνας Αρριανός συνέλαβε τους Αγίους και τους πρό-σταξε να φέρουν μπροστά του όλα τα Ιερά βιβλία με σκοπό να τα κάψει. Ο Άγιος Τιμόθεος αρνήθηκε να του τα δώσει και τότε άρχισαν τα φρικτά του βασανιστήρια. Του τρύπησαν με πυρακτωμένα σίδερα τα αυτιά και μετά τον δέσανε στον φρικτό τροχό, που τα καρφιά που είχε, ξέσκιζαν τις σάρκες του μάρτυρα, αλλά ο Τιμόθεος παρέμενε καρτερικός σε όλα αυτά και δεν αρνιόταν την πίστη του. Ώσπου, με θαυμαστή επέμβαση ο τροχός σταμάτησε, ελευθερώθηκε ο Τιμόθεος από τα δεσμά του και μπροστά στα μάτια όλων, όλες οι πληγές του θεραπεύτηκαν.

Μπροστά σε αυτό το θέαμα πολλοί από αυτούς που παρακολουθού-σαν τα φρικτά μαρτύριά του πίστεψαν στον Θεό και ζητούσαν να γίνουν αμέσως χριστιανοί. Αλλά ο ηγεμόνας Αρριανός όχι μόνον δεν μεταμελήθηκε, αλλά διέταξε να δέσουν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό του μάρτυρα και να τον τριγυρίζουν σε όλη την πόλη και κατόπιν να τον κρεμάσουν από ένα δέντρο.

Βλέποντας ότι ο Άγιος τα υπέμενε όλα με καρτερία, τον έκλεισε στη φυλακή κι έβαλε στον στόχο να μεταπείσει την Αγία Μαύρα. Εκείνη όμως αρνήθηκε να υποκύψει στις απειλές του κι ομολογούσε μόνον την αγάπη της στον Χριστό. Ο ηγεμόνας ακούγοντας την ομολογία της άναψε από θυμό κι αμέσως διέταξε να κόψουν τα πλούσια μαλ-λιά της και όλα της τα δάκτυλα. Και η Αγία Μαύρα, αντί να κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους, προσευχόταν στο Χριστό και Τον ευχαριστούσε για τα μαρτύρια που την αξίωσε να περάσει για χάρη Του. Βλέποντας την ανδρεία της ψυχή, ο τύρρανος πρόσταξε να γε-μίσουν ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό και να ρίξουν γυμνή την Αγία σ' αυτό για να καεί. Ο Θεός όμως δρόσισε το νερό κι έτσι η Αγία παρέμεινε αβλαβης.

Ο Αρριανός, πιστεύοντας ότι οι δήμιοι δεν έβρασαν το νερό όπως τους είχε πει, διέταξε την Αγία Μαύρα να του ρίξει νερό στα χέρια από το καζάνι πού βρισκόταν η ίδια, αλλά τα χέρια του ζεματίστηκαν κι εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους και τα εγκαύματα. Καταλαβαί-νοντας ο ηγεμόνας ότι είχε γελοιοποιηθεί αρκετά, διέταξε τους δήμι-ους να κατασκευάσουν δύο σταυρούς, έναν για τον Τιμόθεο κι έναν για την Μαύρα και να τους στήσουν στο πιο κεντρικό σημείο της πό-λης. Οι δύο νέοι, όταν άκουσαν ότι θα θανατωθούν δια του σταυρού, χάρηκαν κι ευχαριστούσαν τον θεό διότι τους αξίωσε να μαρτυρή-σουν με τον ίδιο τρόπο που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Πήραν τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί οι Άγιοι αγκάλιαζαν ο καθένας τον σταυρό του, τον φιλούσε και τον εγκωμίαζε. Κατόπιν, με λαχτάρα, ξάπλωσαν ο καθένας στον δικό του σταυρό και οι δήμιοι τους σταύρωσαν.

Έμειναν πάνω στο σταυρό εννέα μέρες. Και οι δύο εμψύχωναν ο ένας τον άλλον, προσεύχονταν και χαίρονταν, έχοντας τον νου τους στραμμένο στον Ουρανό. Ακόμη και πάνω στο σταυρό, ο διάβολος προσπαθούσε να τους ξεγελάσει με οπτασίες, αλλά ο Χριστός έστει-λε άγγελο δίπλα τους που τους ενεθάρρυνε και τους έδειξε αυτά που τους περίμεναν κοντά στη δόξα του Θεού. Έτσι, γεμάτοι χαρά κι α-γαλλίαση, παρέδωσαν στον Χριστό κι αγαπημένο τους Νυμφίο, οι μακάριοι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα την ψυχή τους.

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

02/05: Μνήμη της Αγίας Ματρώνας της Ρωσίδας της τυφλής (1881-1952)

Η Αγία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881 στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας από γονείς ευλαβείς, χωρικούς, φτωχούς. Ήταν το τέταρτο παιδί τους και από θαυματουργική επέμβαση οι γονείς της την κράτησαν και δεν την έδωσαν σε ορφανοτροφείο όταν αυτή γεννήθηκε.

Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει και η αγία, η οποία γεννήθηκε αόμματη (χωρίς δηλαδή οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες) έδειξε από νωρίς την θεία της εκλογή.

Αγωνιζόταν από μικρή στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε και το διορατικό-προορατικό αλλά και το θεραυπευτικό της χάρισμα. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις και πράξεις των ανθρώπων. Ένοιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές. Με τις ευχές της, η ευλογία του Θεού, θεράπευε πλήθος αρρώστων που συνέρρεαν από την ευρύτερη περιοχή.

Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής.

Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κροστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θ. Λειτουργία παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα λέγοντας:

"Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!" προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την Εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό.

Λίγα χρόνια αργότερα η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια.Παρέμεινε έτσι, καθιστή έως το τέλος της οσιακής ζωής της.

Με την κομμουνιστική επανάσταση, το 1925, μετακόμισε στη Μόσχα όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της, περιπλανόμενη από σπίτι σε σπίτι, κατατρεγμένη, βοηθώντας πλήθη βασανισμένων ψυχών, με ψυχικές και σωματικές ασθένειες, τους οποίους έσωσε με την προσευχή και καθοδήγησε στη σωτηρία. Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν, έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές.

Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες, ήταν ολιγόλογη, λακωνική.

Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σημείο του Σταυρού, θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους.

Η Αγία δίδασκε όχι με τα λόγια αλλά με τον βίο της.

Η αρετή της συνίστατο στην μεγάλη της υπομονή και καρτερία και την απόλυτη αγάπη της και εμπιστοσύνη στο Θεό.

Αυτή ήταν η Αγία Ματρώνα η αόμματος. Τρεις ημέρες πριν την κοίμησή της ο Κύριος της απεκάλυψε την τελείωσή της, ώστε εκείνη να προετοιμαστεί.

Προείπε και τα εξής :
"όταν πεθάνω, στον τάφο μου θα έρχονται λίγοι, μόνο οι οικείοι μου, και όταν θα πεθάνουν και εκείνοι θα ερημώσει ο τάφος μου, σπάνια θα έρχεται κανείς. Μα μετά από χρόνια ο κόσμος θα με γνωρίσει και θα έρχονται σαν κοπάδια για να βοηθηθούν. Και εγώ θα τους ακούω και όλους θα τους βοηθώ."


Είπε ακόμη :

" όλους που ζητάνε βοήθεια από μένα θα τους συναντώ μετά τον θάνατό τους".

Έτσι και γίνεται. Κοιμήθηκε στις 2 Μαΐου 1952 και έκτοτε χιλιάδες πιστούς ορθοδόξους από όλο τον κόσμο έχει η Αγία βοηθήσει και πολλοί είναι εκείνοι που επικαλούνται την παρρησία της στον Κύριο.

Στις 8 Μαρτίου 1998 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων της που μεταφέρθηκαν στην Ι. Μονή της Αγίας Σκέπης στη Μόσχα, όπου χιλιάδες προσκυνητές περιμένουν υπομονετικά καθημερινά για να τα προσκυνήσουν.

***********************

Στις 2 Μαΐου, επίσης η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Αθανασίου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και των μαρτύρων Εσπέρου, Ζωής και των τέκνων τους.

Η οικογένεια των μαρτύρων Εσπέρου και Ζωής και των παιδιών τους Κυριανού και Θεοδόλου ήσαν δούλοι και έζησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Αποφάσισαν να δηλώσουν στον κύριό τους ότι πιστεύουν στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο οποίος δια του θανάτου Του θανάτωσε τον θάνατον και ανέστη τριήμερος. Τότε ο αφέντης τους προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τους φέρει σε δίλημμα δημιουργώντας τους πολλές δυσκολίες ένεκα της ομολογίας τους ότι είναι χριστιανοί.

Ακολούθως, βλέποντας την σταθερότητα και των γονέων και των παιδιών, αποφάσισε να βασανίζει την μητέρα και τα παιδιά με σιδερένια νύχια. Στο τέλος, άναψαν φούρνο και τους τοποθέτησαν μέσα. Όταν άνοιξαν το φούρνο αντί να τους βρουν καμένους, ήσαν κοιμώμενοι ζωντανοί χωρίς να έχουν καεί.

Τους κράτησε τόσο τους γονείς όσο και τα παιδιά τους, η δύναμη της πίστεως και της αγάπης στον Λυτρωτή Ιησού Χριστό.

Ευλογημένοι οι γονείς που αγωνίζονται να ζήσουν το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα και στη ζωή τους και στην οικογένειά τους. Ευτυχισμένα τα παιδιά που υπακούουν, σέβονται και αγαπούν τους γονείς τους. Τρισευτυχισμένες οι οικογένειες που έχουν θεμέλιο τον Αναστημένο Ιησού Χριστό.

Αναδημοσίευση από: Εκκλησία της Κύπρου