«Τὴ ΙΕ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς πανσέπτου Μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας»
Όπως είναι γνωστό, επάνω από το Σταυρό ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, έδωσε εντολή και την Παναγία μητέρα του παρέλαβε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο σπίτι του, όπου διέμεινε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη, συγγενή της Θεοτόκου.
Όταν δεν ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πιο πριν ότι πρόκειται να γίνει η μετάστασή της από τη γη στον ουρανό.
Πήγε τότε ο Άγγελος και της είπε: «Αυτά λέγει ο Υιός σου: είναι καιρός να παραλάβω τη μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αυτό να μην ταραχθείς, αλλά δέξου το μήνυμα με ευφροσύνη, επειδή μεταβαίνεις σε ζωή αθάνατη».
Μόλις το άκουσε η Θεοτόκος, χάρηκε πολύ και από τον πολύ πόθο της να μεταβεί στον μονογενή Υιό της, ανέβηκε με βιασύνη και προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, διότι είχε αυτή τη συνήθεια, να ανεβαίνει συχνά σ’ αυτό το όρος. Τότε ακολούθησε θαύμα παράδοξο. Όταν ανέβηκε εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφή τους τα δέντρα, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και την προσκύνησαν και έτσι έδειξαν το σεβασμό τους και τίμησαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου.
Αφού προσευχήθηκε αρκετά η Πανάχραντη, επέστρεψε στην οικία της. Άναψε φώτα πολλά, ευχαρίστησε τον Θεό και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Στη συνέχεια, ετοιμάζει όλα τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό της. Φανερώνει και στις άλλες γυναίκες τα λόγια που της είπε ο Άγγελος για της εις τους ουρανούς μετάστασή της και σαν απόδειξη των λόγων της, δείχνει το χαροποιό και νικητικό σημείο, που της έδωσε ο Άγγελος, ένα κλαδί φοίνικα.
Οι καλεσμένες γυναίκες, μόλις άκουσαν αυτό το λυπηρό μήνυμα, άρχισαν τους θρήνους και έπειτα παρακαλούσαν την Παναγία να μη τις αφήσει ορφανές. Και η Θεοτόκος τις βεβαίωσε ότι, αφού μετασταθεί στους ουρανούς, θα φυλάει όχι μόνον αυτές αλλά και όλο τον κόσμο. Με τέτοια παρηγορητικά λόγια στάματησε την υπερβολική λύπη τους.
Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ημέρα από την εμφάνιση του αγγέλου, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμησή της.
Μαζί με τους Αποστόλους ήρθε και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχες. Όλοι αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία για την οποία συνάχθηκαν αιφνιδίως και παραδόξως, έλεγαν στην Θεοτόκο: «όσο σε βλέπαμε, Δέσποινα, να ζεις και να μένεις στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου. Επειδή όμως τώρα με τη βουλή του Υιού σου και Θεού μεταβαίνεις στα ουράνια, γι’ αυτό καθώς βλέπεις θρηνούμε και δακρύζουμε, αν και από την άλλη χαιρόμαστε για όσα θαυμαστά σου έγιναν». Τότε η Θεοτόκος τους αποκρίθηκε: «Μαθητές του Υιού μου και Θεού, μην κάνετε πένθος και λύπη τη χαρά μου».
Όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια φτάνει και ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος, την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής, διότι αν και δεν έζησα σωματικώς κοντά στον Υιό σου, βλέποντας όμως εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».
Μετά αποχαιρετά όλους, ξαπλώνει πάνω στο νεκροκρέββατο, σταύρωσε τα χέρια της, προσφέρει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της για τη σύσταση και την ειρήνη όλου του κόσμου, γεμίζει τους Αποστόλους και ιεράρχες από την ευλογία του Υιού της που δίνεται απ’ αυτήν στους ανθρώπους, και έτσι αφήνει στα χέρια του Υιού της και Θεού την ολόφωτη και παναγία ψυχή της.
Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος άρχισε να λέει στην Θεοτόκο επιτάφια εγκώμια, ενώ οι άλλοι Απόστολοι σήκωσαν το νεκροκρέβατο. Άλλοι προπορεύονταν βαστάζοντας λαμπάδες και ψάλλοντας ύμνους και άλλοι ακολουθούσαν ως το τάφο το σώμα της Θεομήτορος. Ακούγονταν και Άγγελοι από τον ουρανό που έψαλλαν και γέμιζαν τον αέρα οι μελωδίες τους.
Όλα αυτά μην υποφέροντας να βλέπουν και να ακούν οι άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησαν κάποιους από το λαό και τους έπεισαν να παρεμποδίσουν την πομπή. Όμως η θεία δίκη πρόφτασε και παίδεψε τους τολμήσαντας με το να τους τυφλώσει.
Έπειτα οι έφτασαν οι Απόστολοι στη Γεσθημανή, ενταφίασαν το πάναγνο σώμα της Θεοτόκου και περίμεναν εκεί τρεις μέρες ακούγοντας ακαταπαύστως σε όλο αυτό το διάστημα τους ύμνους και τις μελωδίες των αγίων Αγγέλων.
Μετά από τρεις ημέρες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Και βέβαια όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής».
Η υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πραγματικός οδηγός, για όσους θέλουν ν’ ανυψώνονται προς τον Θεό. Έργο της είναι να πρεσβεύει στον Τριαδικό Θεό για όλους τους ανθρώπους. Για μας τους ορθοδόξους η Θεοτόκος είναι η «ακαταίσχυντος προστασία και η αμετάθετος προς τον ποιητή μεσιτεία».
Δίκαια μπορούμε να αποθέσουμε τις ελπίδες μας προς την υπεραγία Θεοτόκο αφού, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, «κανένα άλλο κτίσμα στον κόσμο δεν αγάπησε ποτέ τόσο πολύ τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ούτε συμμορφώθηκε τόσο στο θέλημά Του όσο η Παναγία Μητέρα του».Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τιμή προς την Παναγία ανάγεται στον Υιό της, κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
«ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΣΧΑ»
«…Ο Χριστιανός φεύγει από τον κόσμο αυτό, πλαισιωμένος από τη Στρατευομένη Εκκλησία ενώ στην αντίπερα όχθη τον υποδέχεται η Θριαμβεύουσα Εκκλησία. Αν η έξοδος ενός απλού μέλους της Εκκλησίας από τον κόσμο τούτο είναι εκκλησιαστικό γεγονός, η Έξοδος της Πρώτης μέσα στην Εκκλησία, της Θεοτόκου, ήταν κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικό γεγονός. Απήχησις της αλήθειας αυτής είναι ο πάνδημος εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η γιορτή αυτή στην Ορθοδοξία αποτελεί ένα δεύτερο Πάσχα…»
Ευθυμίου Στύλιος
(«Η Πρώτη»)
Απολυτίκιον
«Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας,
ἓν τὴ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὗ κατέλιπες Θεοτόκε, ,
Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, ,
μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, ,
καὶ ταὶς πρεσβείαις ταὶς σαὶς λυτρουμένη, ,
ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Κοντάκιον
«Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον,
καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα,
τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν,
ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν,
ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».
O Οίκος
«Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου,
τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ,
τὴν ἄχραντον Μητέρα σου,
ἐν πύργῳ ῥημάτων ἐνίσχυσόν με,
καὶ ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με,
σὺ γὰρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τὰς αἰτήσεις πληροῦν,
Σὺ οὖν μοὶ δώρησαι γλώτταν,
προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον,
πᾶσα γὰρ δόσις ἑλλάμψεως παρὰ σοῦ καταπέμπεται
φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».
Τροπάρια της Εορτής
«Δεῦτε ἀνυμνήσωμεν λαοί, τὴν Παναγίαν Παρθένον ἁγνήν, ἐξ ἦς ἀρρήτως προῆλθε, σαρκωθεὶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, κράζοντες καὶ λέγοντες, Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, Μακαρία ἡ γαστήρ, ἡ χωρήσασα Χριστόν, Αὐτοῦ ταὶς ἁγίαις χερσί, τὴν ψυχὴν παραθεμένη, πρέσβευε ἄχραντε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
«Τὴν πάνσεπτόν σου Κοίμησιν, Παναγία Παρθένε ἁγνή, τῶν Ἀγγέλων τὰ πλήθη ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος ἐπὶ τῆς γῆς μακαρίζομεν, ὅτι Μήτηρ γέγονας τοῦ ποιητοῦ τῶν ἁπάντων Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν ἱκετεύουσα, ὑπὲρ ἡμῶν μὴ παύση δεόμεθα, τῶν εἰς σὲ μετὰ Θεόν, τὰς ἐλπίδας θεμένων, Θεοτόκε πανύμνητε, καὶ ἀπειρόγαμε».
«Ἤ πανάμωμος νύμφη, καὶ Μήτηρ τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός, ἡ Θεῷ προορισθεῖσα εἰς ἑαυτοῦ κατοίκησιν, τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως, σήμερον τὴν ἄχραντον ψυχήν, τῶ Ποιητὴ καὶ Θεῷ παρατίθεται, ἣν Ἀσωμάτων δυνάμεις, θεοπρεπῶς ὑποδέχονται, καὶ πρὸς ζωὴν μετατίθεται, ἡ ὄντως μήτηρ τῆς ζωῆς, ἡ λαμπὰς τοῦ ἀπροσίτου φωτός, ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, καὶ ἐλπὶς τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
«Δεῦτε ἅπαντα τὰ πέρατα τῆς γῆς, τὴν σεπτὴν Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος μακαρίσωμεν, ἐν χερσὶ γὰρ τοῦ Υἱοῦ, τὴν ψυχὴν τὴν ἄμωμον ἐναπέθετο, ὅθεν τὴ Ἁγία Κοιμήσει αὐτῆς, ὁ κόσμος ἀνεζωοποιήθη, ψαλμοὶς καὶ ὕμνοις, καὶ ὠδαὶς πνευματικαὶς μετὰ τῶν Ἀσωμάτων, καὶ τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζων φαιδρώς».
«Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες, τῆς Θεομήτορος, δεῦτε τὰς χείρας κροτήσωμεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Θεὸν δοξάζοντες».
«Ἐκ σοῦ ζωὴ ἀνατέταλκε, τὰς κλεὶς τῆς παρθενίας μὴ λύσασα, πῶς οὖν τὸ ἄχραντον, ζωαρχικόν τε σου σκήνωμα, τῆς τοῦ θανάτου πείρας γέγονε μέτοχον».
«Ζωῆς ὑπάρξασα τέμενος, ζωῆς τῆς ἀϊδίου τετύχηκας, διὰ θανάτου γάρ, πρὸς τὴν ζωὴν μεταβέβηκας, ἡ τὴν ζωὴν τεκοῦσα τὴν ἐνυπόστατον».