Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν πενηντάρης μιλοῦσα μὲ μία θεία μου ποὺ ἦταν γιαγιὰ πιά. Μου μιλοῦσε μὲ μεγάλο παράπονο γιὰ τὴν πατρίδα μας τὸν πόντο καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας. Πάνω στὴν κουβέντα τῆς εἶπα πὼς σύντομα θὰ ἔκανα ταξίδι – προσκύνημα στὸν πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου καὶ μὲ παρακάλεσε μὲ λυγμούς, ὅταν πάω νὰ τῆς κάνω ἕνα χατίρι. Μου διηγήθηκε ἐπακριβῶς ποὺ βρισκόταν τὸ πατρικό της σὲ χωριὸ τοῦ πόντου. Μου ἐξήγησε μὲ λεπτομέρεια τὰ χαρακτηριστικά του χωριοῦ, τοὺς δρόμους καὶ μοῦ προσδιόρισε μὲ ἀκρίβεια τὴ θέση τοῦ σπιτιοῦ. Μου εἶπε μόλις τὸ βρῶ νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς Τούρκους ποὺ θὰ ἔμεναν πιὰ ἐκεῖ νὰ βροῦν ἕνα κασελάκι, ποὺ εἶχε κρύψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Μοῦ περιέγραψε πλήρως τὸ κασελάκι καὶ τὸ τί περιεῖχε μέσα. Ἀσημικά, παλιὰ κοσμήματα, λίρες κλπ, ἕνα μικρὸ θησαυρὸ δηλαδη. Μου εἶπε νὰ τὰ ἀφήσω στοὺς Τούρκους γιὰ ἀμοιβὴ μὲ προϋπόθεση νὰ μοῦ δώσουν ἕνα κρεμαστὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε μέσα τὸ κασελάκι. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς ἦταν ὁ βαφτιστικός τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της ποὺ τὸ ἔχασε κατὰ τὴ γενοκτονία. Αὐτὴ εἶχε γλιτώσει. Εἶχε γλιτώσει μόνο τὴ ζωὴ τῆς γιατί ἡ χαροκαμένη ψυχὴ τῆς μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πὼς πέρασε μέσα στὶς πικρὲς ἀναμνήσεις ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα.
Ἔσβησε τὰ παρακαλητὰ της μέσα στὰ δάκρυα καὶ τῆς ὑποσχέθηκα νὰ κάνω ὅ,τι θὰ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μέσα μου δὲν εἶχα πολλὲς ἐλπίδες. Πράγματι ἔκανα τὸ ταξίδι, ἔκανα ὅ,τι ἐπιθυμοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ κατευθύνθηκα γιὰ τὸ χωριὸ τῆς θείας μου. Ἡ περιγραφὴ του ἦταν τόσο λεπτομερὴς ποὺ βρῆκα τὸ σπίτι πολὺ εὔκολα. Παλιὸ λιθόκτιστο δίπατο ἀρχοντικό. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μοῦ ἄνοιξε ἕνας Τοῦρκος λίγο μικρότερος σὲ ἡλικία ἀπὸ ἐμένα. Εὐτυχῶς ἤξερε ἄπταιστα ἀγγλικὰ γιατί ἐτύγχανε σεβαστὸ πρόσωπο τῆς δημόσιας διοίκησης τῆς περιοχῆς μὲ μεγάλο ἀξίωμα (Νομάρχης;) καὶ μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε πολὺ ἄνετα. Τοῦ διηγήθηκα μὲ λεπτομέρεια ὅτι μου εἶχε πεῖ ἡ θεία μου. Γιὰ μία στιγμὴ ταράχθηκε καὶ μετά μου εἶπε ἀποφασιστικά. Κοίτα νὰ δεῖς, τώρα καλύτερα νὰ φύγεις γιατί ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ὁμοεθνεῖς μου στὸ σπίτι καὶ δὲ μπορῶ νὰ μιλήσω ἐλεύθερα. Ξαναέλα τὸ ἀπόγευμα τὴν τάδε ὥρα ποὺ θὰ εἶμαι μόνος νὰ τὰ ποῦμε καλύτερα. Πράγματι ἔκανα ὅπως μου εἶπε καὶ ὅταν ξαναπῆγα μὲ ὑποδέχθηκε μέσα στὸ σπίτι πιά. Ἀφοῦ ἠπίαμε τὸν καφὲ χωρὶς νὰ μιλήσει ἔφυγε ἂπ΄ τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς καὶ σὲ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στὰ χέρια τοῦ τὸ κασελάκι τῆς θείας μου.
Κυριολεκτικά μου ἔπεσε τὸ φλιτζάνι τοῦ καφὲ ἀπ’ τὰ χέρια
-Ὥστε τὸ βρήκατε ἤδη, ψέλλισα σαστισμένος.
-Ναί, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἶμαι σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι. Πάρε τό. Πιστεύω ὅτι σου ἀνήκει, πρόσθεσε.
-Μὰ δὲν τὸ θέλω, εἶπα διστακτικά. Μόνο τὸ σταυρουδάκι θέλω. Αὐτὸ μόνο ζήτησε ἡ θεία μου. Σᾶς παρακαλῶ κρατῆστε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα.
-Κοίτα νὰ δεῖς, εἶπε θυμωμένα. Θὰ κάνεις αὐτὸ πού σου λέω. ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Τόσα χρόνια τὰ φύλαγα μέχρι ποὺ ἦρθες ἐσύ. Στὴ θεία σου ἀνήκουν. Νὰ τῆς τὰ πᾶς.
-Μά, τὸ σταυρουδάκι…ψέλλισα φοβισμένα
Τότε μὲ μία κίνηση ἄνοιξε τὸ πουκάμισό του καὶ φάνηκε κρεμασμένο στὸ λαιμὸ τοῦ τό…σταυρουδάκι.
-Αὐτὸ δὲ μπορῶ νὰ στὸ δώσω. Δὲ μπορῶ, γιατί εἶναι δικό μου
Πραγματικὰ ζαλίστηκα. Δὲν καταλάβαινα τί ἐννοοῦσε.
-Εἶναι δικό μου. Ἀκοῦς; Εἶπε δυνατά.
Εἶναι δικό μου, γιατί ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε ἡ θεία σου πρὶν σαράντα χρόνια.
Ἔμεινα νὰ τὸν κοιτῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Βούρκωσα. Ἦταν ὁ χαμένος μου ξάδερφος. Ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ἕσφιξα. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός.
Ὅταν συνήλθαμέ μου εἶπε. Δὲν ἤξερα ὅτι ἡ μητέρα μου ἔζησε. Ἔμεινα πίσω. Ἄλλοι Τοῦρκοι πήρανε τὸ σπίτι καὶ μὲ μεγαλώσανε σὰν παιδί τους. Τώρα εἶναι πεθαμένοι. Ἔχω τὴν δικιά μου οἰκογένεια ἐδῶ πιά.
Τοῦ ζήτησα νὰ μὲ ἀκολουθήσει στὴν Ἑλλάδα. Νὰ δεῖ τὴ μάνα του.
Ἀρνήθηκε
-Δὲ μπορῶ νὰ γυρίσω πιά. Τὰ παιδιά μου ἔχουν μεγαλώσει. Εἶναι ἀξιωματικοὶ στὸν τουρκικὸ στρατό. Καὶ σὲ ὑψηλὲς θέσεις. ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. (σὴμ ἀπ’ τὴ συνέχεια τῆς διήγησης θὰ φανεῖ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ψευδόταν γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά του)
Ἂν φύγω στὴν Ἑλλάδα τὰ παιδιά μου μπορεῖ νὰ πάθουν κακὸ ἐδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Ἐπέμενα καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ ἔρθει τουλάχιστον ἕνα ταξίδι σὰν τουρίστας καὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ γιὰ νὰ δεῖ τὴ μάνα του καὶ τοῦ ἄλλους συγγενεῖς του.
-Δὲ γίνεται, μοῦ ἀπάντησε. Γιὰ νὰ καταλάβεις ἐδῶ ἔχω μεγάλη δημόσια θέση. ΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΕΔΩ. ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΩ. ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ. Ἂν πάω στὴν Ἑλλάδα θὰ δώσω στόχο ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ θὰ κινδυνέψουν καὶ ἄλλοι. (Σήμ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται, ὅτι ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε στὰ Τοῦρκος ἦταν καὶ τοπικὸς ἡγέτης τῶν ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. Τὸ πιθανότερο ἦταν καὶ τὰ παιδιά του νὰ τὸ γνωρίζανε ἀλλὰ προφυλαγόντουσαν ἐξαιρετικὰ)
-Νὰ δώσεις πολλὰ φιλιὰ στὴ μάνα μου. Νὰ μὴ λυγίσει. Νὰ κάνει ὑπομονή. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἀγκαλιαστήκαμε καὶ πάλι καὶ χωρίσαμε δακρυσμένοι.
Ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔτρεξα ἀμέσως μὲ τὸ κασελάκι στὴ θεία μου γιὰ νὰ τῆς τὸ δείξω καὶ νὰ τῆς πῶ τὰ φοβερὰ νέα.
Ἀλλὰ τί δυσάρεστη ἔκπληξη μὲ περίμενε. Οἱ συγγενεῖς μου, μοῦ διηγηθήκανε, πὼς λίγο μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου γιὰ τὴν Τουρκία ἡ θεία μου ἄφησε τὴν τελευταία της πνοή.
Ἴσως ὁ καλὸς Θεὸς τὴν πῆρε κοντά του γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει ὅτι τόσα χρόνια ζοῦσε τὸ παιδάκι της καὶ αὐτὴ δὲ μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της. Μὲ ἀρκετὰ δάκρυα εἶχε ματώσει τὴν καρδιά της, τόσο καιρό. Δὲ θὰ ἄντεχε νὰ ἀκούσει κάτι τέτοιο…