Τα νέα του Ιερού Ναού μας για τον Οκτώβριο
Με ιδιαίτερη χαρά σας ενημερώνουμε ότι βρισκόμαστε στην φάση εικονογράφησης του τέμπλου στο εξωκλήσι των Αγίων Βασιλείου και Αγάπης Αγίας Νάπας. Όσοι επιθυμούν να γίνουν δωρητές για τις εικόνες του τέμπλου μπορούν να αποταθούν στον κ. Μάριο Πέροικο 99637877.
Τρίτη 30 Ιουλίου 2024
30/07: Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Απόστολοι
Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024
Κυριακή 28 Ιουλίου 2024
28/07: Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου
Σάββατο 27 Ιουλίου 2024
27/07: Άγιος Παντελεήμων ο Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός
Βιογραφία
Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024
26/07: Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς
Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024
25/07: Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου
Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024
24/07: Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς
Τρίτη 23 Ιουλίου 2024
23/07: Άγιος Θύρσος, επίσκοπος Καρπασίας
23/07: Οσία Πελαγία η Τηνία
Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 μ.Χ. στο χωριό Κάμπο της Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λούκια. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά ιδεώδη.
Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λούκια έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν' ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μονστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.
Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν' αποκαλυφθεί σ' αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ.), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.
Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 μ.Χ. και τάφηκε στο ναό των Ταξιαρχών του μοναστηριού.
Το 1973 μ.Χ. όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 μ.Χ. και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.
Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.
Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822μ.Χ. βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.
Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα.
Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822 μ.Χ., εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.
Όταν και την τρίτη Κυριακή 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ. εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.
Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε χρήμα ή και σε εργασία.
Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.
Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.
Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.
Στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλὴ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμή, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσαν σοὶ Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σέ.
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024
Το κερί
Η πιο απλή και πιο συνηθισμένη ενέργεια του κάθε Χριστιανού, μπαίνοντας στην Εκκλησία, είναι να ανάβει ένα κερί.
Όμως η ενέργεια αυτή δεν είναι τόσο απλή. Είναι κάτι, από το οποίο ο Χριστιανός πρέπει να διδάσκεται και να ωφελείται πνευματικά. Τίποτε δεν γίνεται στην Εκκλησία άσκοπα. Τίποτε δεν είναι περιττό. Τίποτε δεν είναι υπερβολικό. Τίποτε δεν είναι ξερός τύπος. Τίποτε δεν είναι χωρίς σημασία και νόημα. Όλα συντελούν, στο να γίνεται η προσκύνηση του Θεού «εν πνεύματι και αληθεία», όπως είπε ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα.
Έτσι και το άναμμα του κεριού έχει νόημα. Και δεν πρέπει να γίνεταιμηχανικά από τον Χριστιανό.
Ανάβοντας το κερί δεν προσφέρομε… φως στον Χριστό! Δεν το ανάβομε, για να βλέπει ο Χριστός! Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός… τα δικά μας φώτα! ΕΜΕΙΣ έχομε ανάγκη από το φως του Χριστού! ΕΜΕΙΣ χρειαζόμαστε φως, για να ιδούμε. Τι να ιδούμε; Να ιδούμε ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Αυτός είναι η πηγή του αληθινού Φώτος! Μόνο από Αυτόν μπορεί να φωτισθεί η ψυχή μας! Και γι’ αυτό ανάβομε το κερί: Για να Τον παρακαλέσουμε να μας φωτίσει με το φως του Προσώπου Του. «Εν τώ φωτί Σου οψόμεθα φώς»!
Το άναμμα του είναι αφορμή, να εκφράσει ο πιστός την ευγνωμοσύνη του στον Χριστό γιατί τον αξίωσε να γνωρίσει το ΦΩΣ το ΑΛΗΘΙΝΟ και τον ελευθέρωσε από το θανατηφόρο σκοτάδι της άγνοιας του θελήματος του Θεού από το σκοτάδι της αμαρτίας. Το φως του κεριού είναι μία υπόμνηση του λόγου του Χριστού: «Εγώ ειμί το φώς του κόσμου ο ακολουθών εμοί ού μή περιπατήση έν τη σκοτία, άλλ’ έξει το φώς τής ζωής» (‘Ιω. 8,Ι2). Μακριά από το Χριστό και έξω από την Εκκλησία υπάρχει ΣΚΟΤΑΔΙ. Και «ο περιπατών έν τή σκοτία, ούκ οίδε που υπάγει»…
Το άναμμα του κεριού είναι ακόμη σύμβολο της προσευχής μας μέσα στην Εκκλησία. Όπως το κερί καίει συνεχώς, χωρίς διαλείμματα, και σκορπίζει το ιλαρό του φως, έτσι ασταμάτητα και με αμείωτη ένταση πρέπει να ενεργείται η προσευχή στις καρδιές μας κατά την παραμονή μας μέσα στην Εκκλησία. Ανάβοντας το κερί στο μανουάλι, πρέπει να ανάβει μέσα μας ο ζήλος, να προσευχηθούμε αληθινά χωρίς άσκοπη περιφορά των οφθαλμών μας εδώ κι εκεί χωρίς κουβεντούλα με τους άλλους, που σαν ορμητικό ρεύμα αέρος σβήνει την τρεμάμενη φλογίτσα της προσευχής μας…
Το αναμμένο κεράκι μας, τέλος υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύ και σημαντικό. Το κερί, όσο είναι αναμμένο, λειώνει. Δεν είναι δυνατόν να καίει και να φωτίζει, χωρίς να λειώνει! Έτσι και ο Χριστιανός, ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΦΩΣ, που λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων» προς δόξα του ονόματος του Θεού, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑ ΘΥΣΙΑΣ. Χωρίς κόπο και προσφορά θυσίας, δεν μπορεί να υπάρξει φως, που καταλάμπει και διαλύει τα ποικίλα σκοτάδια τον κόσμου.
Το αναμμένο κερί είναι μία μικρή θυσία. Θυσία δοξολογίας. Θυσία αινέσεως. Θυσία ικεσίας. Σε Εκείνον που είναι το Φως του Κόσμου, στον Χριστό και στους αγίους Του. Που και αυτοί έγιναν φως, και οδηγοί του κόσμου.
Με αυτούς τους λογισμούς πρέπει να ανάβει o Χριστιανός το κερί του, εφ’ όσον θέλει νά μην είναι δούλος τύπων, αλλά να χρησιμοποιεί τους «τύπους», για να ανεβάζει ΝΟΥ και ΚΑΡΔΙΑ στον Θεό.
΄΄ΔΙΔΑΞΟΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ΄΄
Του Αρχιμ. Σάββα Δημητρέα
Πηγή: vatopaidi
Ημερομηνία Ανάρτησης: 26/07/2010
Σάββατο 20 Ιουλίου 2024
20/07: Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης
Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024
Από την έχθρα στη συγχώρηση
Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή για να χαρούν για το θάνατό της. Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: “Είθε ο Παράδεισος να σε βοηθήσει. Είναι τόσο σίγουρο όσο η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε βοηθήσουμε!”
Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, ένας άνδρας, ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες: «Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς (ήταν 13 Ιουλίου του 1983) χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε, “Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε.” Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου, και με είχε μεγαλώσει. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή και γι’ αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύιδιαίτερο.
H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου, και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου.
Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ’ όλο της το σώμα, και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της. Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε, και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην, τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν ..».
To Xιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα, και η πόλη ζούσε σε φόβο. Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι – δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ – παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθηκαν, φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος, και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».
Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές.
«Συχνά μεθούσα, και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ότι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου…
Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ όμως αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο, και άρχισα να διαβάζω.
Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα το Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού έκλεισα απότομα το βιβλίο. Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά όπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!”.
Τότε έπεσα στα γόνατά μου και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό – και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι, και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ.
Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο, και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών – εκείνη η γραμμή που λέει “συγχώρησέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε” – πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: “Δεν θα συγχωρηθείς αν δεν συγχωρήσεις.” Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : “Δεν μπορώ Εγώ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο”. Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, “Καλά, Ρον, Εσύ δεν μπορείς. Αλλά μέσω Εμένα μπορείς”.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο, και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. “Θα πρέπει να πάς εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου”, μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία, και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα.
Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα. Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, “Ποιος είπες ότι είσαι;” Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα.
Είπα, “Κάρλα, ό,τι και να βγει απ’ αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ, και δεν έχω τίποτα εναντίον σου.” Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου».
Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα, και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη, επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό, και ότι η πίστη της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν:
«Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποιμπορεί να αλλάξουν και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.
Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής, και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες – μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό». Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, ενόσω αυτή ανέμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια, και επίσης αλληλογραφούσε με αυτήν. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμάται: «Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα – ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα, και ότι πιθανώς “τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της”. ΄Ενας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν που σε λίγο θα ήταν νεκρή.»
Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της. Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: “Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει – να με αγαπήσει ενεργά;” Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλάποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή, και η ελπίδα – η υπόσχεση – ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα». Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: “Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα … ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσω του θανάτου μου”.
Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: “Δεν ωφελεί … Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα …”.
Του Johann Christoph Arnold
(Μετάφραση από το περιοδικό The Plough Reader, Άνοιξη 2000)
Πηγή: Ηλιαχτίδα
Ημερομηνία Ανάρτησης: 24/07/2010