Στὸ Μεσολόγγι ζοῦσε μία εὐλαβέστατη γυναίκα, ὀνόματι Βασιλικὴ (Κοῦλα τὴν φώναζαν), παντρεμένη μὲ τὸν Δημήτριο, ψαρὰ στὸ ἐπάγγελμα. Ἦταν καὶ οἱ δύο πολὺ πιστοὶ καὶ πολὺ ἁπλοὶ ἄνθρωποι.
Ὅταν η Βασιλικὴ ἦταν νέα, τὴν ἥμερα τῶν Θεοφανείων «εἶδέ τους; οὐρανοὺς ἀνεωγμένους» καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ψάλλουν. Γι' αὐτὸ ἔλεγε: «Αὐτὴ τὴν ἥμερα μὴ φεύγεις ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν καίγεται τὸ σπίτι σου, γιατί ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί».
Τὸ σπίτι πού κατοικοῦσαν ἦταν Ἰσόγειο καὶ γιὰ πάτωμα εἶχε τσιμέντο. Ὅταν ἔβρεχε γέμιζε νερὸ ποῦ ἔφθανε τὰ εἴκοσι ἑκατοστά. Εἶχαν τοποθετήσει πέτρες γιὰ νὰ πατᾶνε καὶ μὲ ἕνα "γκιούμι" ἀδείαζαν τὸ νερό. Τὸ χειμώνα δὲν ἔστρωναν κουρελοῦδες γιὰ νὰ ἔχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν ἀπὸ τὰ νερά. Ἀλλὰ μέσα σ' αὐτὸ τὸ παγωμένο σπίτι ἢ καρδιὰ τοὺς χτυποῦσε πολὺ ζεστὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὰ πρόσωπα τοὺς ἦταν πάντα χαρούμενα καὶ εἰρηνικά. Η θεία Χάρι τοὺς φύλαγε καὶ δὲν ἀρρώσταιναν.
Εἶχαν στὸ σπίτι τοὺς μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή, μπρὸς στὴν ὁποία ἀνάβαν ἀκοίμητο καντήλι καὶ ἐκεῖ ἔκαναν τὶς προσευχὲς καὶ τὶς μετάνοιές τους. Στὴν Ἐκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακὲς καὶ ἑορτές.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὃ Δημήτριος, η σύζυγος τοῦ Βασιλικὴ ἄρχιζε νὰ μοιράζει τὰ ὑπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔδωσε ἐλεημοσύνη. Ἀδείασε τὸ σπίτι της. Γύριζε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ μασχάλη καὶ τὸ διάβαζε εὐκαίρως - ἀκαίρως μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Ἀπὸ τὴν σύνταξη τῆς κρατοῦσε ἕνα μικρὸ μέρος γιὰ τὶς ἀνάγκες της καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Τὴν ρωτοῦσε ο γιὸς της τί τὰ κάνει τὰ χρήματα, καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: «Τὰ ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακὴ πῆγε κατὰ τὴ συνήθειά της στὴν Ἐκκλησία καὶ κοινώνησε. Ὅταν ἐπέστρεψε καὶ ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κατάλαβε ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος της. Ἐκεῖ μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ γονάτισε, ἔκανε τὸν σταυρό της καὶ φώναξε τὴ νύφη της ποῦ ἔμενε δίπλα, λέγοντάς της ὅτι πεθαίνει. Καὶ ἔτσι γονατιστὴ καὶ σταυροκοπημένη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο τὸν ὅποιον τόσο ἀγάπησε ἐκ νεότητάς της καὶ τήρησε πιστὰ τὶς ἐντολές Του. Ἐκοιμήθη περίπου τὸ ἔτος 1970.
Ὅταν ἔγινε γνωστὴ η κοίμηση της γέμισε τὸ σπίτι τῆς φτωχοὺς ἀνθρώπους. Ο ἕνας ἔλεγε «ἔμενά μου ἔδωσε κουβέρτα, Θεὸς σχωρέσ' τὴν», ὃ ἄλλος ἔλεγέ «μου ἔδωσε πιάτα», ο ἄλλος «ποτήρια», ο ἄλλος «χρήματα». Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε μετὰ τὴν κοίμησή της ποῦ πήγαιναν τὰ πράγματα καὶ τὰ χρήματά της.
Ὅσο ζοῦσε τὴν ἐπισκεπτόταν ἢ ἀδελφή της Γεωργία μὲ τὸν ἐγγονό της. Η συμβουλὴ της ἦταν: «Νὰ διαβάζεις, παιδί μου, Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλὸ τὸ βιβλίο».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ. ΙΕΡΟΝ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ.
ΑΓΙΩΝ ΌΡΟΣ 2012
Αναδημοσίευση από: Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου